Ο Ευ. Τσακαλώτος, γενικός εισηγητής της Νέας Αριστεράς στη συζήτηση για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2026, ξεκίνησε την τοποθέτησή λέγοντας ότι υπάρχουν δύο τρόποι να σχολιάσει κανείς τον Προϋπολογισμό: κάνοντας αναφορά στη στιγμή (δηλαδή που βρισκόμαστε τώρα) και στην προοπτική (δηλαδή ποια είναι η τάση για το μέλλον) της ελληνικής οικονομίας.
Σχολιάζοντας την τοποθέτηση του Υπ. Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, κ. Πιερρακάκη, ο οποίος ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε παράδεισος αλλά ούτε και κόλαση, ο κ. Τσακαλώτος ανέφερε ότι αυτό είναι προσβλητικό προς την αντιπολίτευση, γιατί κανένας δεν λέει ότι η Ελλάδα είναι η κόλαση. Όλοι όμως λένε ότι στην Ελλάδα πολλοί και πολλές, τουλάχιστον τα 2/3 της κοινωνίας, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
Ο κ. Τσακαλώτος επισήμανε ότι η κυβέρνηση δεν δείχνει να έχει κάποια φυσική ροπή προς την αυτοκριτική, αφού αν ακούσει κανείς την τοποθέτηση του υπουργού ως προς τις προοπτικές της οικονομίας το συμπέρασμα είναι ότι πάμε καλά ως προς την τάση της ανάπτυξης, της ανεργίας, των επενδύσεων, ενώ δεν αναφέρθηκε σε κάποιο τομέα όπου θα μπορούσε η κυβέρνηση να βελτιώσει τις επιδόσεις της.
Ως προς τη μεγάλη εικόνα της οικονομίας συνέχισε λέγοντας ότι η πρώτη ενότητα της ομιλίας του θα αφορά τις προοπτικές για την ανάπτυξη, τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τις επενδύσεις.
Τόνισε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης. Επισήμανε ότι ακόμη και αν η Ελλάδα έχει σταθερά διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από την Ευρώπη (μια υπόθεση που είναι ιδιαίτερα θαρραλέα) θα χρειαστούμε περίπου 28 χρόνια για να φτάσουμε εκεί που ήμασταν το 2009 (περίπου στο 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και 37 χρόνια για να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ρώτησε λοιπόν τον κ. Πετραλιά (υφ. Εθν. Οικονομίας και Οικονομικών) αν αυτή θα είναι η εισήγησή του προς τον Πρωθυπουργό: να πάει στις εκλογές του 2027 λέγοντας στον ελληνικό λαό να μην ανησυχεί γιατί μέχρι το 2064 θα έχουμε συγκλίνει με την Ευρώπη. Όσο καλός και αν είναι αυτός ο στόχος αν κανείς λάβει υπόψη ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε δεινή κατάσταση και χαρακτηρίζεται πλέον διεθνώς ως ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας οικονομίας.
Και βέβαια, τόνισε ο κ. Τσακαλώτος, οι επενδύσεις δεν θα βοηθήσουν όσο υπόσχεται η κυβέρνηση αφού πάντα υπάρχει σημαντική υποαπόδοση ανάμεσα στις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου και τις επιδόσεις της οικονομίας, αλλά και γιατί οι καθαρές επενδύσεις (δηλαδή αυτές όπου έχουν αφαιρεθεί οι αποσβέσεις και αφορούν δηλαδή νέο κεφάλαιο) είναι συστηματικά σε πολύ χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν, συνέχισε ο κ. Τσακαλώτος, ότι η έμφαση της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια στις μειώσεις φόρων δεν οδηγεί ούτε σε ποιοτική ούτε σε ποσοτική ανάπτυξη. Και το επιχείρημα ότι η χώρα εισπράττει διεθνώς εύσημα για τις επιδόσεις δεν είναι επίτευγμα αλλά μάλλον αναμενόμενο, δεδομένου ότι αυτά προέρχονται από ομοϊδεάτες της κυβέρνησης.
Μάλιστα, επισήμανε ο κ. Τσακαλώτος, η κυβέρνηση μπορεί να λέει ότι οι καθαρές εξαγωγές βοηθούν στην ανάπτυξη, αλλά στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι είναι αρνητικές, η όποια βελτίωση απλά μειώνει την αρνητική τους επίδραση. Συνεπώς δεν είναι κάτι που θα πρέπει κανείς να πανηγυρίζει.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα ο κ. Τσακαλώτος ρώτησε τον κ. Πετραλιά ποιος είναι ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων. Γιατί δεν είναι φυσιολογικό με όλα τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας η ανάπτυξη στην Ελλάδα να βρίσκεται μόνο στο 2%.
Στη συνέχεια ο κ. Τσακαλώτος, μπαίνοντας στη δεύτερη ενότητα της ομιλίας του, αναφέρθηκε στην εικόνα της στιγμής της ελληνικής οικονομίας. Τόνισε ότι ούτε εδώ τα πράγματα είναι καλά. Και αυτό γιατί υπάρχουν σημαντικά προβλήματα στους πραγματικούς μισθούς.
Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι επί Νέας Δημοκρατίας υπάρχει σταθερή μείωση του μεριδίου της εργασίας, δηλαδή του κομματιού του ΑΕΠ που πηγαίνει στους εργαζόμενους. Αυτό είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα των πολιτικών της κυβέρνησης. Εξάλλου η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται ότι ο μέσος πραγματικός μισθός το 2025 θα αυξηθεί κατά 0,5% ενώ η παραγωγικότητα βελτιώνεται κατά 1,5%, ενώ για το 2026 ο μέσος πραγματικός μισθός θα αυξηθεί κατά 1,5% ενώ η παραγωγικότητα θα αυξηθεί κατά 1,9%. Αν η κυβέρνηση ενδιαφερόταν να παραμείνει σταθερό το μερίδιο της εργασίας θα έπρεπε να διασφαλιστεί ότι η αύξηση του πραγματικού μισθού θα είναι τουλάχιστον ίση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Δεδομένου ότι υπολείπεται σημαίνει ότι το μερίδιο της εργασίας θα συνεχίσει να μειώνεται και ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται οι εργαζόμενοι να καρπώνονται τουλάχιστον αυτό που τους αντιστοιχεί από την αύξηση του πλούτου της χώρας.
Ακόμη και εκεί που η κυβέρνηση περηφανεύεται για το επίτευγμά της, δηλαδή την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 35% από το 2020, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική τόνισε ο κ. Τσακαλώτος. Γιατί μπορεί η κυβέρνηση να λέει ότι είναι σημαντικό κατόρθωμα, δεδομένου ότι το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε «μόνο» κατά 21% την αντίστοιχη περίοδο, αλλά στις κατηγορίες των προϊόντων που τα χαμηλά και μεσαία στρώματα δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους οι αυξήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες: τα ενοίκια είναι αυξημένα κατά 25%, το ρεύμα κατά 53%, το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 40%, το ψωμί κατά 36%, το κρέας κατά 41%, τα γαλακτοκομικά κατά 35%, το ελαιόλαδο κατά 58%, τα φρούτα και τα λαχανικά κατά 28%.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του ο κ. Τσακαλώτος τόνισε ότι θα πρέπει η συζήτηση να πάει πέρα από το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης: ότι ο δημοσιονομικός χώρος είναι 1,7 δισ. ευρώ και επομένως το μόνο που μπορεί να κάνει η αντιπολίτευση είναι να κάνει τις δικές της προτάσεις εντός αυτού του πλαισίου. Η συζήτηση αυτή είναι λάθος, τόνισε ο κ. Τσακαλώτος, αφού το ποσό αυτό είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που έχουν ήδη εφαρμοστεί (π.χ. μείωση φόρων σε μερίσματα, κέρδη, γονικές παροχές – αύξηση αμυντικών δαπανών κλπ.). Συνεπώς θα πρέπει η συζήτηση να περιλαμβάνει και αυτές τις πολιτικές: αν είναι σημαντικές και πρέπει να διατηρηθούν ή αν είναι λιγότερο σημαντικές για παράδειγμα από δαπάνες στην υγεία που καταρρέει, και άρα θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Και βέβαια η συζήτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει ποιοι ωφελούνται και αν θα πρέπει να ακολουθήσουμε άλλες πολιτικές με στόχο να μειώσουμε τις ανισότητες, να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση κλπ.
Αυτή είναι η συζήτηση που πρέπει να γίνει. Τα άλλα είναι τρικ που δεν βοηθούν τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.