Καμία ιστορία του ελληνικού τραγουδιού δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς το όνομα του Διονύση Σαββόπουλου.
Ένας δημιουργός που διέσχισε τα χρόνια του που φεύγαν χύμα, τα αμφισβήτησε, τα ερμήνευσε. Ένας τραγουδοποιός που ένωσε τη λαϊκή παράδοση με την ποίηση, την ανατολίτικη μελωδία με τον δυτικό στοχασμό, το προσωπικό βίωμα με το συλλογικό όνειρο.
Από το Φορτηγό και το Περιβόλι του Τρελλού μέχρι τον Μπάλλο και τα Τραπεζάκια έξω, ο Σαββόπουλος έγραψε κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ψυχής. Κι αυτό γιατί έδωσε μουσική μορφή σε μια περίοδο που έψαχνε τη φωνή της μέσα στη δικτατορία και στη μεταπολίτευση. Γιατί υπήρξε ο πατριάρχης μιας ολόκληρης γενιάς μουσικών που διαμόρφωσαν καθοριστικά τον σύγχρονο ελληνικό ήχο και στίχο μέχρι και σήμερα.
Η ζωή του, μια ανηφόρα γεμάτη τραγούδια, δεν υπήρξε εύκολη. Από τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών χρόνων μέχρι τις φυλακές της Χούντας, από τα υπόγεια των μπουάτ ως τις σκηνές των μεγάλων φεστιβάλ, ο Σαββόπουλος ήταν πάντα ένας ανήσυχος εργάτης της μουσικής, ένας μοναχικός οδοιπόρος που προτιμούσε να κινείται στα όρια.
Στη σκηνή, ένας αιώνιος έφηβος· με το πάθος, το χαμόγελο και τη συγκίνηση του ανθρώπου που δεν σταμάτησε να αφηγείται ιστορίες. Στους στίχους του, ο κόσμος χωρούσε ολόκληρος — η πολιτική και ο έρωτας, η μνήμη και η ειρωνεία, η Ελλάδα και ο κόσμος. Ήξερε να σκάβει βαθιά στο λαϊκό αίσθημα χωρίς να το εγκλωβίζει.
Κάθε τραγούδι του Σαββόπουλου ήταν κι ένα κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης — μια υπόμνηση ότι η τέχνη μπορεί να είναι και όνειρο και πράξη. Τώρα που σωπαίνει η φωνή του, η σιωπή είναι γεμάτη απ’ όσα μας χάρισε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε απλώς ένας δημιουργός· υπήρξε από μόνος του μια εποχή.

