Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει επικίνδυνα παιχνίδια στην Ανατολική Μεσόγειο, μετατρέποντας μια τριμερή συνεργασία με τη συμμετοχή του ελεγχόμενου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο Νετανιάχου σε σχήμα με χαρακτηριστικά στρατιωτικού πόλου. Την ίδια ώρα διακηρύσσει υποκριτικά την πρόθεσή της να συμβάλει σε πρωτοβουλίες πενταμερούς διαλόγου στην περιοχή.
Η σημερινή τριμερής Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, όπως παρουσιάστηκε, εκπέμπει μήνυμα κλιμάκωσης και αντιπαράθεσης, ιδίως απέναντι στην Τουρκία, και όχι σταθερότητας, ειρήνης και σεβασμού του διεθνούς δικαίου.
Πρόκειται για μια ρητορική και πρακτική που αγνοεί προκλητικά τη γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα, παρακάμπτει το διεθνές δίκαιο και ευθυγραμμίζει τη χώρα με μια πολιτική στρατιωτικοποίησης της περιοχής.
Η αντίφαση είναι προφανής: από τη μία, στρατιωτικές συμπράξεις και μηνύματα ανταγωνισμού ισχύος, από την άλλη, υποσχέσεις διαλόγου και πολυμερών σχημάτων συνεργασίας.
Αυτή η διπλωματική ασυνέπεια δεν είναι απλώς επικίνδυνη, αλλά υπονομεύει ευθέως τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα, διακινδυνεύει αρνητικές επιπτώσεις στο Κυπριακό και εγκλωβίζει τη χώρα σε επιλογές που βαθαίνουν τις εντάσεις αντί να τις αμβλύνουν.
Η Ελλάδα οφείλει να έχει μια συνεπή, πολυδιάστατη και ειρηνική εξωτερική πολιτική, με σαφή προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ενεργή συμβολή για τον τερματισμό των πολέμων – όχι να λειτουργεί ως κρίκος σε αλυσίδες στρατιωτικών πόλων και επικίνδυνων γεωπολιτικών παιγνίων.

