Τοποθέτηση της Ε. Αχτσιόγλου στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας στην Ολομέλεια της Βουλής

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Η συζήτηση σήμερα στην Ολομέλεια αφορά ένα κορυφαίο θέμα για τον κόσμο της εργασίας, τον ορισμό του κατώτατου μισθού και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει αυτά τα ζητήματα βρίσκεται εδώ και πάνω από μια δεκαετία στο επίκεντρο αλλαγών, πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και όχι τυχαία.

Το συλλογικό εργατικό δίκαιο αποτέλεσε το πλέον χαρακτηριστικό πεδίο των λεγόμενων «διαρθρωτικών αλλαγών» του δευτέρου κυρίως μνημονίου.

Η οικονομική ανάλυση που εκφωνήθηκε τότε από την τρόικα και ενσωματώθηκε απολύτως από την συγκυβέρνηση της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, έλεγε ότι το πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα αντιμετωπιστεί μέσω της επονομαζόμενης «εσωτερικής υποτίμησης», της μείωσης δηλαδή του εργατικού κόστους, κυρίως με την περικοπή των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, αλλά και με τον εν γένει περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων.

Η λογική αυτή προϋπέθετε ότι είναι το επίπεδο των μισθών και των εργασιακών όρων που κυρίως καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Η παραδοχή αυτή δεν ήταν ορθή, διότι ναι μεν η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ήταν -και παραμένει- χαμηλή, ωστόσο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έβαινε μειούμενο τα τελευταία 50 χρόνια.

Επομένως, η ευθεία αιτιακή σχέση, που αυτή η ανάλυση  έβλεπε ανάμεσα στο κόστος εργασίας και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, μια σχέση που τη θεωρούσε μάλιστα κύρια αιτία της «ελληνικής» κρίσης, διαψευδόταν και τότε όπως και σήμερα από εντελώς στοιχειώδεις μετρήσεις όπως αυτές αποτυπώνονται και στις ευρωπαϊκές πηγές.

Το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι επιδείχθηκε τέτοια εμμονή στη μείωση του εργατικού κόστους σαν η ανταγωνιστικότητα να αφορά μόνο το κόστος παραγωγής (ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν πολυσύνθετο δείκτη, μία μόνο συνιστώσα του οποίου είναι το κόστος) και σαν το κόστος παραγωγής να εξαρτάται μόνο από το μισθολογικό κόστος (το οποίο είναι απλώς μία συνιστώσα, συνήθως η μικρότερη, του συνολικού κόστους παραγωγής).»

Ακολουθώντας τη λογική αυτή, τότε η τρόικα αλλά και η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ επέμειναν ότι η ισχύουσα εργατική νομοθεσία και το σύστημα των εργασιακών σχέσεων έπρεπε το δίχως άλλο να αναμορφωθούν, προκειμένου να πάψουν να αποτελούν εμπόδιο.

Οι εργασιακές σχέσεις επιδιώχθηκε να είναι όσο πιο αποκεντρωμένες και αρρύθμιστες, ιδανικά στο επίπεδο της ατομικής σύμβασης εργασίας ή αλλιώς στο επίπεδο της επιχείρησης, και ακόμη και τότε να συμπεριλαμβάνουν εκλεκτικά «προνομιούχες» ομάδες εργαζομένων, ενώ η αναγνώριση πλήρων δικαιωμάτων και μονιμότητας να αφορά επίσης μια ελάχιστη μειονότητα εργαζομένων.

Η εμπέδωσε αυτής της αντίληψης οδήγησε το 2012 τη συγκυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ στην περίφημη ΠΥΣ 2012, με την οποία επιβλήθηκε η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% για όλους τους εργαζόμενους και θέσπιση της πρωτοφανούς διάκρισης για τους νέους εργαζόμενους, του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού για τους νέους περικομμένου κατά 32%.

Ηδη από το 2011 η συγκυβέρνηση(?) είχε χτυπήσει τα δύο βασικά θεμέλια των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα- είχε καταργήσει την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης,  ότι δηλαδή μια κατώτερης εμβέλειας ΣΣΕ θα επικρατεί μόνο αν είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους- και προέβλεψε την κυριαρχία των επιχειρησιακών ΣΣΕ σε κάθε περίπτωση, καθώς και την αρχή της επεκτασιμότητας ενώ έδωσε τη χαριστική βολή στο σύστημα με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία – αφαιρώντας από τους εργαζόμενους το μόνο όπλο που είχαν στην περίπτωση της γενικής άρνησης του εργοδότη έστω και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Από το 2015 και μετά δόθηκε μια πραγματική μάχη σε όλα τα επίπεδα και απέναντι σε ασύμμετρες δυνάμεις για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα, για την αποκατάσταση δηλαδή των βασικών αρχών λειτουργίας τους. Η προσπάθεια συνάντησε τρομακτικά εμπόδια, Με διαρκείς εκβιασμούς από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για μη ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και μη εκταμίευση της δόσης στη χώρα, με τις αντιστάσεις εγχώριων κέντρων, και τις υπόγειες συνεννοήσεις μεταξύ του ΣΕΒ και των θεσμών.  Με την επιμονή της τότε κυβέρνησης, εμού ως υπουργού εργασίας και του τότε Πρωθυπουργός της χώρας, λάβαμε πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία για να αναδείξουμε το ζήτημα και να δείξουμε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να συνεχίσει να είναι η εξαίρεση από το επονομαζόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο για το οποίο τόσο επαίρονταν οι συνθήκες και οι χάρτες θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγματι η υπόθεση των εργασιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα ταυτίστηκε τότε με την επιδίωξη μιας πιο κοινωνικής Ευρώπης με κορυφαία συνδικάτα απ’ όλη την Ευρώπη να στηρίζουν την προσπάθεια. Τελικώς τον Αύγουστο του 2018 αποκαταστάθηκαν οι βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δόθηκε μια μεγάλη ανάσα στο τί θα μπορούσε να χτιστεί ξανά, ενώ λίγο νωρίτερα είχε αποκατασταθεί και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.

Μια ανάσα που έμελε να διαρκέσει μόλις ένα χρόνο και δυο μήνες.

Θα σας διαβάσω απόσπασμα της ομιλία που έδωσε το 2018 ο κ  Μητσοτάκης , ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης,  στο ΣΕΒ.

«Εμείς γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε και πού δεν θέλουμε να επιστρέψουμε. Εχουμε κατανοήσει πλήρως τις παρενέργειες που προκαλούσε …..στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ο προβληματικός συνδυασμός τριών παραγόντων: Της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων σε όλο το εύρος της οικονομίας, της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και της αρχής της υπερίσχυσης των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών. ..Είμαστε αποφασισμένοι να μην επιτρέψουμε αυτές οι ρυθμίσεις να αναβιώσουν με τον τρόπο που τις σχεδιάζει η σημερινή Κυβέρνηση. Είναι σίγουρο ότι η ανεργία θα ξαναπάρει την ανιούσα με τυχόν εφαρμογή όσων εξάγγειλε η Κυβέρνηση. »

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο κ. Μητσοτάκης συμπυκνώνει ήδη από τον Μάιο του 2018, απευθυνόμενος στον ΣΕΒ όλη τη συλλογιστική που οδήγησε στη διάλυση του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Επομένως ας σταματήσει από την πλευρά της ΝΔ η υποκρισία για τις συλλογικές συμβάσεις. Ταυτόχρονα ο κ. Μητσοτάκης προανήγγειλε ευθέως και τις παρεμβάσεις – αποδιαρθρώσεις που θα έκανε στο εργατικό δίκαιο από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση.

Ηδη τον Οκτώβρη του 2019 λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης με τον λεγόμενο αναπτυξιακό νόμο της κυβέρνησης, το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων δέχθηκε χειρουργικά χτυπήματα. Που; Στους συνήθεις υπόπτους- την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης – αυτή ουσιαστικά έπαψε αφού ο νόμος της ΝΔ προέβλεψε ότι μια επιχειρησιακή σύμβαση θα κατισχύει ακόμη κι αν περιέχει δυσμενέστερους όρους αν η επιχείρηση επικαλείται οικονομική προβλήματα ή ακόμη κι αν ο υπουργός μπορεί να την επιλέγει , και στην αρχή της επεκτασιμότητας – όπου ήρθη η υποχρέωση να κηρύσσεται μια ΣΣΕ που καλύπτει το 51% των εργαζόμενων του κλάδου ως γενικώς υποχρεωτική. Φυσικά τη χαριστική βολή δέχθηκε ακόμη μια φορά το σύστημα της διαιτησίας, με την πρόβλεψη ότι τότε μόνο θα μπορούν να προσφεύγουν όταν εργοδότες συμφωνούν να πάνε στον ομεδ. Και επειδή αυτό δεν είναι και πολύ σύνηθες, να σας πω ποιο είναι το σύνηθες: οι εργαζόμενοι ζητούν συλλογική σύμβαση, οι εργοδότες  αρνούνται και το πράγμα τελειώνει εκεί. Χωρίς καμία άλλη δυνατότητα για την εργατική πλευρά.

Ποια είναι η πραγματικότητα σήμερα μετά τις επεμβάσεις αυτές:

Η Ελλάδα σήμερα δεν έχει πραγματικά λειτουργικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ενα πολύ μικρό ποσοστό των εργαζομένων καλύπτονται από ΣΣΕ και μάλιστα από επιχειρησιακές ΣΣΕ. Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ σε έναν οικονομικό σχηματισμό όπως της Ελλάδας που αποτελείται από οικογενειακές, πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις ισοδυναμούν με μη διαπραγμάτευση, δεν αποτυπώνουν καμία συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Μπορεί στα αλήθεια να φανταστεί κανείς ουσιαστική διαπραγμάτευση μεταξύ δυο εργαζομένων και ενός εργοδότη; Προφανώς και όχι . Που έχουν οδηγήσει όλα αυτά; Στο να έχει η χώρα μας εξαιρετικά χαμηλό μέσο μισθό, να μην έχουν διαπραγματευτικό δικαίωμα οι εργαζόμενοι και να έχουμε συνεχώς αρνητικές πρωτιές σε ό,τι αφορά τους όρους εργασίας και το χρόνο εργασίας.  Γιατί δεν λειτουργεί το σύστημα αυτό που θα μπορούσε να βελτιώνει του μισθούς πρωτίστως αλλά και τους όρους εργασίας  σε όλα τα επίπεδα.

Η Ελλάδα ήταν την περίοδο της χρηματοπιστωτικής χρήσης μια χώρα φτωχών ανέργων.

Σήμερα είναι μια χώρα εργαζόμενων φτωχών .

Και έρχεται σήμερα η κυβέρνηση να νομοθετήσει ένα σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού ενσωματώνοντας υποτίθεται την ενωσιακή οδηγία 2022/2041.

Ας δούμε τι λέει η κυβέρνηση και τι πραγματικά κάνει:

 

 

  1. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο επιτυγχάνεται η κατοχύρωση επαρκών κατώτατων μισθών, που διασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους.

Η αλήθεια: Ο μηχανισμός που εισάγει το νομοσχέδιο δεν κατοχυρώνει επ’ ουδενί έναν αξιοπρεπή και επαρκή κατώτατο μισθό. Αντιθέτως τον καθηλώνει σε επίπεδα απολύτως ανεπαρκή και ανίκανα να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα ελάχιστα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού (πχ γενικό επίπεδο και κατανομή των μισθών, ρυθμός αύξησης μισθών κλπ)  ενώ αγνοεί πλήρως στοιχεία και δείκτες που αφορούν στο μέγεθος της οικονομικής υστέρησης των Ελλήνων και τη διαβίωση μεγάλης μερίδας των Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχειας και τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης, που θέτουν ως απαραβίαστο όριο τόσο η Οδηγία όσο και τα ανώτατα δικαστήρια, ευρωπαϊκά και εθνικά.  

 

Επιπλέον, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οποιαδήποτε χρονιά (εφόσον το εισηγηθεί η Επιστημονική Επιτροπή) μπορεί και μη δίνεται καμία αύξηση στον κατώτατο μισθό και στον βασικό του Δημοσίου. Να μένουν δηλαδή παγωμένοι. Μάλιστα το πλήθος των περιπτώσεων είναι εντελώς αόριστα διατυπωμένα καταλείποντας τεράστιο περιθώριο στο αυθαίρετο πάγωμα μισθών.

 

  1. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο τίθεται ένα ελάχιστο κατώφλι προστασίας ενώ οι κοινωνικοί εταίροι θα μπορούν να συμφωνούν υψηλότερο ποσό κατώτατου μισθού. Ψευδές. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν δυνατότητα διεκδίκησης αύξησης του κατώτατου μισθού μέσα από Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η ΕΓΣΣΕ ΄όπως έχει σήμερα  δεν μπορεί να ρυθμίζει μισθολογικούς όρους και η κυβέρνηση εντελώς συνειδητά διατηρεί αυτή την απαγόρευση.

 

  1. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο προστατεύεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ψευδές. Η επόμενη τριετία έχει ήδη προδιαγεγραμμένη τη μεσοσταθμική αύξηση κατά 30 ευρώ καθαρά το χρόνο στον κατώτατο μισθό. Ενα πλαίσιο φτώχειας, ανεπάρκειας στην κάλυψη ακόμα και των βασικών αναγκών (ενοικίου, διατροφής, ενέργειας, καυσίμων κλπ). Ενώ για το Δημόσιο η αύξηση εισαγωγικού μισθού το 2025 θα είναι μόλις 12 ευρώ καθαρά.

 

  1. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο προωθούνται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Απολύτως ψευδές. Η κυβέρνηση μάλιστα παραβιάζοντας και το πνεύμα και το γράμμα της οδηγίας που υποτίθεται ενσωματώνει (η οδηγία προβλέπει ότι είναι ακριβώς οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που αποτελούν τον ουσιαστικό παράγοντας για την επίτευξη επαρκούς προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού) αποσυνδέει πλήρως τον καθορισμό του μισθού από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και παραπέμπει στο μέλλον υποτίθεται τη συζήτηση για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Δεν γελιέται κανείς. Η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει και αποδείξει τι πιστεύει για το θέμα. Εχει ήδη νομοθετήσει στην κατεύθυνση της πλήρους αποδυνάμωσης των κλαδικών ΣΣΕ και προφανώς αυτή τη γραμμή θα συνεχίσει να τηρεί.

 

 

  1. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ισχυροποιεί τον κοινωνικό διάλογο. Ψευδές. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, σε όλη τη διαδικασία έχουν διακοσμητικό ρόλο και απλά εκφράζουν τις απόψεις τους, χωρίς να προβλέπεται πουθενά υποχρεωτική λήψη υπόψη της γνώμης τους, πόσο μάλλον συμφωνία. (σημειωτέον η οδηγία προβλέπει ότι το σχέδιο δράσης για την ενίσχυση των Συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση της κάλυψής τους πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων).

 

Κύριες και κύριοι συνάδελφοι,

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν πληρώσει ακριβά τις ιδεοληψίες, τις εμμονές, τις αγκυλώσεις, τα λάθη του ΔΝΤ, του νεοφιλελεύθερου μονοδρόμου, της δεξιάς.

Η ουσία του προβλήματος σήμερα είναι: 1.  ότι οι μισθοί γενικά έχουν καθηλωθεί και συμπιεστεί προς το κάτω άκρο της μισθολογικής κλίμακας. Γι αυτό και βλέπουμε την Ελλάδα να έχει τον τρίτο χειρότερο μισθό ανάμεσα σε 35 χώρες του ΟΟΣΑ – ξεπερνώντας μόνο το Μεξικό και την Κολομβία. Και να έχει το χειρότερο πραγματικό ωρομίσθιο στην Ευρώπη των 27.

  1. Οι μισθοί έχουν αυξηθεί με πολύ αργό ρυθμό και έχουν απωλέσει αγοραστική δύναμη λόγω πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια. Γι’αυτό χρειαζόμαστε λειτουργικές και ισχυρές κλαδικές ΣΣΕ.
  2. ότι ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο δεν καλύπτουν σήμερα τις βασικές ανάγκες που αντιστοιχούν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο  διαβίωσης.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι η φτώχεια βασανίζει 4 στα 10 ελληνικά νοικοκυριά. Και για να περιοριστεί η φτώχεια πρέπει οι κατώτατοι μισθοί να αυξάνονται περισσότερο. Αυτό ακριβώς που απαγορεύει η θέσπιση ενός αλγόριθμου. Ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξάνεται ταχύτερα απ’ τον πληθωρισμό και την γενική παραγωγικότητα για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια.

Η φτώχεια δεν οφείλεται πια στην ανεργία.  Οφείλεται στο ότι η ελληνική οικονομία και οι πολιτικές της ΝΔ παράγουν μαζικά εργαζόμενους φτωχούς.

Από την πλευρά μας, έχοντας τη γνώση, την εμπειρία και την αταλάντευτη θέση υπέρ του κόσμου της εργασίας καταθέτουμε σήμερα τροπολογία που προβλέπει ακριβώς αυτά που είναι απαραίτητα για να βελτιωθεί η θέση, η διαπραγματευτική δύναμη, ο μισθός σε όλα τα επίπεδα.

Κατώτατος μισθός σήμερα στα 1.000 ευρώ για να καλυφθούν οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης και καθορισμός του στο εξής κατ’ έτος από τους κοινωνικούς εταίρους με υποχρεωτική ΕΓΣΣΕ.

Εκ νέου θεμελίωση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της επεκτασιμότητας και δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, ώστε να ενισχυθούν οι κλαδικές ΣΣΕ και να αυξηθεί η κάλυψη των εργαζομένων από ΣΣΕ.

Κατάργηση των εμποδίων στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, όπως προβλέφθηκαν το 2021, αφού προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης χωρίς πραγματική δυνατότητα προσφυγής σε απεργία δεν νοείται.

 

 

 

 

Μοιράσου το: