Συμβολή του Μάριου Διολέτα

Στο προοίμιο θέσεων η συμφωνία του καλοκαιριού του 2015 ονομάζεται πολλάκις ως ήττα. Η επίτευξη όμως με το ονομαζόμενο ως τρίτο μνημόνιο της μείωσης της υπογεγραμμένης λιτότητας ως υποχρεωτικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά τα δυο τρίτα για την περίοδο 2015-2018 και ο ευνοϊκός για τη χώρα διακανονισμός αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων μέχρι τη δεκαετία του 2030, Φυσικά και δεν ήταν ήττα αλλά νίκη. Αφού η νίκη είναι η επίτευξη στόχων κατά τα δυο τρίτα σε οποιονδήποτε τομέα. Αλίμονο αν δεν υπερασπιζόμαστε την ιστορία μας, και τις επιτεύξεις εντός της, όπως αυτή η δήθεν ήττα με την  οποία μπόρεσε να αναπνεύσει η οικονομία και να σημειωθεί η πρώτη μεγέθυνση του ΑΕΠ ύστερα από την πρωτοφανή ύφεση, καθώς και να μειωθεί η ανεργία από το 28% στο 17%, και παραλλήλως να ξαναστηθουν η δημόσια υγεία και παιδεία στα πόδια τους. Με τη συμφωνία λοιπόν του καλοκαιριού του 2015 η μείωση της λιτότητας ως υποχρεωτικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά τα δυο τρίτα σημαίνει σε ονομαστικούς όρους και με βάση ένα ΑΕΠ των 200 δις € πως η στοχευμένη λιτότητα μειώθηκε κατά περίπου 22 δις € για την περίοδο 2015-18, που για να εξασφάλιζαν την επίτευξη αυτού του μεγέθους ως στόχο οι δανειστές θα θέσπιζαν μέτρα στόχευσης 30 δις €, αφού εκείνη την περίοδο επέβαλλαν αυξημένους συντελεστές σε κάθε μέτρο, καθώς δεν είχαν εμπιστοσύνη στη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.  Επειδή όμως παραλλήλως τα μέτρα υπεραπεδιδαν, η επιπλέον λιτότητα που θα επιβάρυνε την οικονομία εάν δεν υπήρχε η συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ του 2015 ίσως και να έφτανε τα 35 δις  € για την περίοδο 2015-18. Επομένως η αποφυγή μιας λιτότητας τέτοιου μεγέθους δεν δύναται επουδενι να χαρακτηριστεί ως ήττα, όπως την περιγράφει το προοίμιο θέσεων.

2. Στο προοίμιο θέσεων διατυπώνεται, και ορθώς, η θέση και για ένα αναδιανεμητικό κράτος που φυσικά αναδεικνύει το πρώτιστο ζήτημα του φορολογικού συστήματος, και στη συνέχεια υπάρχει στο κείμενοπαράθεσηαποσπασματικώςδιάφορωνσυντελεστώνφορολόγησηςεταιρειών και υψηλών εισοδημάτων. Ομως ένα αριστερό κόμμα πρέπει συνεχώς να διατυπώνει την διάκριση των δυο συντελεστών παραγωγής, του κεφαλαίου και της εργασίας, δηλαδή των δυο αντίπαλων δυνάμεων των κοινωνιών μας. Οπως ακριβώς σε επόμενο σημείο του προοίμιού υπάρχει η διάκριση του μεριδίου του αεπ που πηγαίνει στο κεφάλαιο και αντιστοίχως στην εργασία, με την παρατήρηση πως επι νεοφιλελεύθερη ΝΔ το δεύτερο μειώθηκε, έτσι και στη φορολογία υπάρχει, και χρησιμοποιούμε εμείς οι οικονομολόγοι, τη διάκριση του μεριδίου των φορολογικών βαρών που επιβαρύνει το κεφάλαιο, από αυτό που επιβαρύνει την εργασία, που αντιστοίχως επι νεοφιλελεύθερης ΝΔ το φορολογικό μερίδιο του κεφαλαίου μειώθηκε και αυξήθηκε της εργασίας. Αυτή η διάκριση λοιπόν σε φορολογικά βάρη του κεφαλαίου και της εργασίας πρέπει να είναι σαφής σε ένα κείμενο θέσεων ενός αριστερού κόμματος, σε αντιδιαστολή με την βολική για τη δεξιά θεώρηση ως δήθεν ενιαίας της κοινωνίας, ή μη ύπαρξης της παρά μόνο ως σύνολο ατόμων, όπως έλεγε η Θάτσερ. Ενα αριστερό κόμμα πρέπει να αποσαφηνίζει, σχεδόν ως προμετωπίδα, πως διακρίνει τις κύριες αντίπαλες κοινωνικές δυνάμεις κεφαλαίου και εργασίας, και πως έχει ως στόχο την φορολόγηση του κεφαλαίου και την αντίστοιχη ελάφρυνση της εργασίας, ειδικώς μάλιστα σε μια χωρα που μόλις πέρασε μια κρίση δημοσίου χρέους και την απειλεί η επόμενη καθώς δημιούργησε ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος επακριβώς επειδή, ούτε είχε υπέρογκες δαπάνες παρά τη διαφθορά, ούτε υστερούσε γενικώς στη φορολογία της εργασίας (ή επειδή δεν έκοψε απόδειξη ο τυροπιτάς, όπως επέμεναν τα δεξιά ΜΜΕ), αλλά επακριβώς επειδή υστερούσε κατά 5% ετησίως ειδικώς στη φορολογία του κεφαλαίου σε σχέση ακόμα και με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα από την δεκαετία του 80, (όπως έχει επισημάνει και στη βιβλιογραφία του και ο σύντροφος Τσακαλώτος), και αυτό δεν το επεσήμανε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν τότε πάλευε με την κρίση του δημόσιου χρέους, που δημιούργησε αυτή η υστέρηση στη φορολογία κεφαλαίου.

Συνοπτικώς η διάκρισηστόχευσης του κεφαλαίου και υπεράσπισης της εργασίαςπρέπει να διέπει σε ένα κείμενοαριστερούκόμματος, κάθε αναφορά σε οικονομικό μέγεθος, σε θέσεις οικονομικής πολιτικής, και γενικότερα στη πολιτική του στάση.

Μάριος Διολέτας

Οικονομολόγος

Μοιράσου το: