Συμβολή του Κώστα Ρόκου. Μεθοδολογικές παρατηρήσεις στο κείμενο θέσεων.

Αθήνα, 1.11.24

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ 1ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Σκοπός των παρατηρήσεων αυτών είναι το να βοηθήσουν στο πώς να δούμε και στο πως να συμβάλλουμε στη κατάρτιση των θέσεων του πρόγραμματός μας προς την αξιόπιστη και αποτελεσματική πολιτική διαμεσολάβηση της ΝΑ.

Tο κείμενο των θέσεων του 1ου Συνεδρίου μπορεί να θεωρηθεί ως μια συγκέντρωση (λίστα) θέσεων που καλούμαστε να συζητήσουμε. Φυσικά, μπορεί να συμφωνούμε με ορισμένες απο τις θέσεις αυτές και να διαφωνούμε με άλλες. Εγώ, ας πούμε, συμφωνώ απόλυτα σχεδόν με τις θέσεις της παρ. 3Β (για την αφορμή συγκρότησης της ΝΑ). Συμφωνώ επίσης και με τις θέσεις χωρισμού κράτους/εκκλησίας (παρ. 4Δ.5).

Αντίθετα, διαφωνώ με τον συμπτωματολογικό χαρακτήρα του κεφ. 1. Οπου δεν προσδιορίζονται οι αιτίες της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κρίσης: το αδιέξοδο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η έδρα  ση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην υπερπίστωση και στη διόγκωση του χρέους της μισθωτής εργασίας, η υποθήκευση του μέλλοντός μας (αναπτυξιακού ή όποιου άλλου) με τη χρηματιστικοποίηση. Οι πραγματικές αιτίες δηλαδή1  όπου θα μπορούσαν να αποδοθούν συστηματικά τα συμπτώματα της βαρβαρότητας, της ανασφάλειας, των πολέμων, της ανελευθερίας, κλπ, όπως επισημαίνονται στο κείμενο θέσεων του συνεδρίου.

Επίσης διαφωνώ με την αόριστη διατύπωση θέσεων όπως, πχ, αυτές για τη δικαιοσύνη (παρ. 4Δ.1).

Ωστόσο, ή θεώρηση της λίστας θέσεων όπου συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς ενέχει περιορισμένο πολιτι κό αποτέλεσμα. Γιατί κινδυνεύει να καταλήξει σε μια απλή καταγραφή της δημοτικότητας των θέσεων η/και σε ατελέσφορες (αντι)παραθέσεις της διάθεσής μας απέναντί τους.

Πιστεύω πώς αυτό που έχει πολύ πιο μεγάλη σημασία και αποτέλεσμα είναι μια περισσότερο”δομική”  θεώρηση του κειμένου των θέσεων. Δηλαδή, μια θεώρησή του κειμένου ως ενός συνεκτικού όλου εναρμονισμένων θέσεων. Ενός συνόλου θέσεων ικανου να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο (όργανο) πολι τικής  ζύμωσης στους μαζικούς χώρους και, ευρύτερα, ως όργανο δημιουργικής πολιτικής παρέμβα σης (διαμεσολάβησης). 

Το κρίσιμο ερώτημα συνεπώς είναι: μπορεί το σύνολο των θέσεων του κειμένου, ως έχει, να αποτελέ σει όργανο δημιουργικής πολιτικής παρέμβασης; Η δική μου απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να είναι θετική τόσο για τεχνικούς όσο και για ουσιαστικούς λόγους.

Οι τεχνικοί λόγοι απορρέουν απο το γεγονός ότι το κείμενο των θέσεων επιχειρεί να συμπαρουσιάσει, ή/και να συνθέσει, θέσεις αναφερόμενες σε πολύ διαφορετικά θεματικά πεδία: θέσεις για τη συγκυρία (διεθνή και εγχώρια), θέσεις κριτικής και αυτοκριτικής (2015-23) μαζί με -περισσότερο ή λιγότερο- προγραμματικές θέσεις. 

Καθώς οι θεματικοί χώροι αναφοράς του κειμένου μπορεί ή/και πρέπει να έχουν διαφορετική πληρό τητα και ποιότητα επεξεργασίας είναι φανερό ότι το κείμενο (ως συνεκτικό σύνολο θέσεων) είναι -εκ των προτέρων- καταδικασμένο να είναιάνισο. Και πράγματι, είναι άνισο τόσο απο άποψη πληρότητας όσο και απο άποψη σαφήνειας των θέσεων.

Επίσης, η συμπαρουσίαση δυσχεραίνει -αν δε συγχέει- τη συστηματική απόδοση και πρόσληψη των σχέ σεων αιτίας/αιτιατού στις προγραμματικές θέσεις. Για τη κατάρτιση του οργάνου δημιουργικής παρέμ βασης, όπως ετέθη, θεωρώ πολιτικά αυτονόητη την προτεραιότητα2 των προγραμματικών θέσεων (κεφ. 4) έναντι των υπολοίπων και την αυτοτελή παρουσίασή τους. 

Συνεπώς νομίζω ότι τα υπόλοιπα κεφάλαια (κεφ. 1, 2 και 3) πρέπει να παρουσιαστούν ξεχωριστά. Και επειδή η αυτοτέλεια δεν συνεπάγεται και αυτοδυναμία, νομίζω ότι στα υπόλοιπα κεφάλαια μπορούν να επισημαίνονται οι θέσεις εκείνες που, ενδεχομένως, συνδέονται με προγραμματικές θέσεις ή/και τις αιτιολογούν.

Οι ουσιαστικοί λόγοι αφορούν στη διαδικασία κατάρτισης των θέσεων του συνεδρίου και της συγκρό τησής τους ως συνεκτικού και εναμονισμένου όλου διεπόμενου απο τις ταυτοτικές αρχές δράσης της αριστεράς.

Απο τη γένεση της αριστεράς ως πολιτικής έκφρασης της εργασίας αντιμαχόμενης το κεφάλαιο, μέχρι τις μέρες μας -που η αντίθεση αυτή έγινε αρκετά πιο πολύπλοκη- δε νοείται “ενσυνείδητη” αριστερά που να μη συνδιαλέγεται αδιάλειπτα και οργανικά με τα κοινωνικά κινήματα. 

Τα κοινωνικά κινήματα είναι αυτά που προσδιορίζουν το πεδία δραστηριοποίησης της αριστεράς και της πολιτικής της διαμεσολάβησης (της παρέμβασής της) . Οι διεκδικήσεις (τα αιτήματα) των συνδικα λιστικών και των κινηματικών δράσεων σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων (εργασιακών, θεσμικών, περιβαλλο ντικών, τοπικών/διαχωρικών, δικαιωματικών, έμφυλων, κλπ) είναι η πρώτη ύλη συγκρότησης της παρέμβασης της αριστεράς και του προγράμματός της.

Η ενσωμάτωση των αιτημάτων (διεκδικήσεων) των κοινωνικών κινημάτων στο πολιτικό πρόγραμμα ενός ενσυνείδητου αριστερού κόμματος είναι η αναγκαία συνθήκη για την αξιοπιστία και την αποτελε σματικότητα του προγράμματος. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το κόμμα.

Ομως, η αναγκαία συνθήκη -τόσο για το πρόγραμμα όσο και για το κόμμα- δεν είναι και ικανή συνθή κη. Πράγμα που οφείλεται, κυρίως, στην ιδιαίτερη φύση των κοινωνικών αιτημάτων όπως προσδιορί ζεται, συνοπτικά, παρακάτω. 

Σε κάθε συγκεκριμένο πολιτικό ορίζοντα τα αιτήματα των συνδικαλιστικών/κινηματικών δράσεων δια κρίνονται απο δύο κύριες ιδιότητές τους: το εύρος της απεύθυνσής τους (τη μαζικότητα της υποστήρι ξής τους), αφενός, και την ομοιογένεια της απεύθυνσής τους αφετέρου.

Εδώ όμως τίθεται ένα σημαντικό πρόβλημα3 λόγω της σχέσης μεταξύ των δύο ιδιοτήτων που είναι αντιθετική σχέση: όσο μεγαλώνει το εύρος (η μαζικότητα) ενός αιτήματος, τόσο ελαττώνεται η ομοιο γένεια των υποστηρικτών του, και αντίστροφα (βλ. σχήμα 1). Για να αποκτήσεις μεγαλύτερο εύρος (α’> α) χάνεις ομοιογένεια (β'< β) και αντίστροφα. Σε ένα στατικό πολιτικο περιβάλλον (στον ίδιο πολιτικό ορίζοντα, χ, στο σχήμα) το πρόβλημα είναι ανεπίλυτο. 

Το πρόβλημα της αύξησης της μαζικότητας χωρίς απώλεια της ομοιογένειας λύνεται μόνο μέ τη θετική μετατόπιση του πολιτικού ορίζοντα. Οπως στο σχήμα 2 όπου ο νέος πολιτικός ορίζοντας, χ’, επιτρέπει την αύξηση του εύρους του αιτήματος, απο το α στο α’, χωρίς μείωση της ομοιογένειάς του (α’> α και β’≡ β).

Φυσικά, θετική μετατόπιση του πολιτικού ορίζοντα μπορεί να προκύψει απο αναδυόμενα στοιχεία της πολιτικής πραγματικότητας (αναδυόμενες περιστάσεις) εξωτερικά ως προς την πολιτική δραστηριο ποίηση της αριστεράς. Αλλωστε, κάθε συγκεκριμένος πολιτικός ορίζοντας εμπεριέχει, καθ’ εαυτόν, τα δυναμικά στοιχεία της μεταβολής του, αρνητικά και θετικά.

Μια “έλλογη” αριστερά αυξάνει την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της εφόσον καλλιεργεί4 τα θετικά αναδυόμενα στοιχεία (περιστάσεις) του πολιτικού ορίζοντα και αποτρέπει τα αρνητικά του στοι χεία προς όφελος των κινηματικών διεκδικήσεων (αιτημάτων).

Ωστόσο, ή ανάδυση θετικών περιστάσεων στον υφιστάμενο (αλλα δυναμικό) πολιτικό ορίζοντα ούτε σίγουρη είναι ούτε επαρκεί, κατα κανόνα. Γίνεται φανερή, συνεπώς, η αναγκαιότητα μιας αριστεράς που θα μπορέσει να μετατοπίσει θετικά -να διευρύνει- τον πολιτικό ορίζοντα των κινηματικών διεκδι κήσεων (αιτημάτων).

Η αριστερά αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια “μετασχηματιστική” αριστερά που επιχειρεί -αξιόπιστα και αποτελεσματικά- την αναπαραγωγή των κινηματικών αιτημάτων (πρωτογενή αιτήματα στο εξής) σε ένα σύνολο επεξεργασμένων κοινωνικών αιτημάτων (μεταβάσιμα αιτήματα στο εξής). Που θα είναι ικανή δηλαδή να διευρύνει τον πολιτικό ορίζοντα οργανώνοντας την παρέμβασή της με τον μετασχημα τισμό  των πρωτογενών σε μεταβάσιμα κοινωνικά αιτήματα.

Οπως έχει δείξει η εγχώρια και η διεθνής εμπειρία το πέρασμα απο τα πρωτογενή στα μεταβάσιμα αιτήματα ενέχει δύο σημαντικούς κινδύνους, το ρεφορμισμό και το σεκταρισμό. Στο επίπεδο των μετα βάσιμων αιτημάτων το νόημά τους είναι το ακόλουθο:

~ Ρεφορμισμός είναι η άποδοχή των πρωτογενών αιτημάτων ως μεταβάσιμων χωρίς την θεωρητική εδραίωσή τους ή/και τη συνεξέταση των υλικών προυποθέσεων στήριξης και πραγμάτωσής τους. Είναι η ανώριμη αυτονόμηση του ειδικού απο το γενικό που δεν επιτρέπει την εναρμονισμένη υπαγωγή και συνεισφορά των πρωτογενών αιτημάτων στον, υπο διεύρυνση, πολιτικό ορίζοντα.

~ Σεκταρισμός είναι η απώλεια της αυτοτέλειας των πρωτογενών αιτημάτων με την ανέλεγκτη διάχυ σή τους εντός του γενικού υπο τη κάλυψη, συνήθως, αυθαίρετων θεωρητικών σχημάτων ή ανεδαφι κών κλιμακώσεων. Σχημάτων και κλιμακώσεων που είναι αναντίστοιχες, κατα κανόνα,  προς τις προσ λαμβάνουσες ή τη διάθεση των υποστηρικτών των αιτημάτων.

Ο “μίτος” του περάσματος απο τα πρωτογενή στα μεταβάσιμα αιτήματα -αποφεύγοντας το ρεφορμισμό και το σεκταρισμό- είναι η προώθηση και η ανάδειξη του επι μέρους (ειδικού) εξηγώντας, όμως, πως προυπόθεση πραγματωσής του είναι η μή απεμπόληση του ευρύτερου (γενικού) στο οποίο οφείλει να παραπέμπει ρητά.

Η έλλογη και μετασχηματιστική αριστερά είναι αξιόπιστη και αποτελεσματική εφόσον προσφέρει και διατηρεί ενεργό τον μίτο του περάσματος απο τα πρωτογενή στα μεταβάσιμα αιτήματα. 

Τότε, και μόνον, τοτε η έλλογη και μετασχηματιστική αριστερά -ως ικανή συνθήκη- συμπληρώνει την αναγκαία συνθήκη -την ενσυνείδητη αριστερά- προς την αξιόπιστη και αποτελεσματική διαμεσολάβηση και τη διεύρυνση του πολιτικού μας ορίζοντα.

Θεωρώντας ότι το συνέδριο της ΝΑ μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στη παραγωγή ενός οργάνου πολιτικής διαμεσολάβησης μιας ενσυνείδητης, έλλογης και μετασχηματιστικής αριστεράς -σύμφωνα με όσα σκιαγραφήθηκαν προηγούμενα- προτείνω τα ακόλουθα:

α) την αναλυτική καταγραφή των πρωτογενών αιτημάτων κατα συνδικαλιστικούς και κινηματικούς φορείς.

β) τη συστηματική διερεύνηση του εύρους και της ομοιογένειας των πρωτογενών αιτημάτων -ενος εκάστου και κατα θεματικές ομάδες-σε αντιπαραβολή με την εκτίμηση των συνθηκών και των δυναμι κών στοιχείων του τρέχοντα πολιτικού ορίζοντα.

γ) την αναγνώριση, τον εντοπισμό και την απαλοιφή των κινδύνων ρεφορμιστικής/σεκταριστικής κατεύθυνσης ή/και πρόσληψης των αιτημάτων.

δ) τη συγκρότηση ενός συμπεριληπτικού και συνεκτικού συνόλου μεταβάσιμων αιτημάτων ελεγμένης εναρμόνισης (βάσει του εύρους και της ομοιογένειάς τους καθέκαστα και συνολικά).

ε) την αυτοτελή παρουσίαση των μεταβάσιμων αιτημάτων (των προγραμματικών μας θεσεων) ως συνεκτικού και εναρμονισμένου οργάνου πολιτικής διαμεσολάβησης.

Κώστας Ρόκος μέλος της 7ης ΔΚ Αθήνας

  1. Βλέπε, μεταξύ άλλων, Πικεττί Τ. 2014 ‘’Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα’’ εκδ. Πολις, κεφ. 6 και σελ. 725-732. Επίσης Τομπά ζος Σ. 2018, ’’Παγκόσμια Κρίση (2007-2017), εκδ. Τόπος, σελ. 115-124.
  2. Η προτεραιότητα των προγραμματικών θέσεων (κεφ. 4) έναντι των θέσεων για τη φυσιογνωμία της ΝΑ (κεφ. 1, 2 και 3)συμβαδίζει με τις ανάγκες που θέτει η πολιτική συγκυρία στον τόπο μας. Στις συνθήκες έξαρσης της ακρίβειας, της υπερ εργασίας, της ραγδαίας φτωχοποίησης, της επέλασης της μεταδημοκρατίας, οι προγραμματικές μας θέσεις για την αντιμετώ πισή τους είναι το άμεσα ζητούμενο πολιτικά. Χωρίς να παραγνωρίζεται η ανάγκη της παρουσίασης της τοποθέτησης της ΝΑ  στην εγχώρια και στη διεθνή πολιτική σκηνή.
  3. Το πρόβλημα αυτό είναι κοινη συνείδηση σε όσους ασχολήθηκαν εντατικά με τις κινηματικές διεδικήσεις.Ηπρώτησυστηματικήδιατύπωσήτουοφείλεταιστον Roger Gould (1995 ‘’Insurgent Identities, Class, Community and Protest in Paris from 1848 to the Commune, The University of Chicago Press). Βλέπε την τοποθέτηση του προβλήματος  από τον Σεφερι άδη στο πλαίσιο της συγκρουσιακής πολιτικής (Σεφεριάδης Σ. 2021, ‘’Λαικισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η Πρόκληση της Μεθόδου’’ εκδ. Τόπος, σελ. 339-342).
  4. Η καλλιέργεια αυτή προυποθέτει, βέβαια, την ανάκτηση του μορφωτικού/παιδευτικού ρόλου της αριστεράς που φαίνεται να έχει ξεχαστεί, απο καιρό, στη χώρα μας. Είναι ο ρόλος που ο Λένιν ονόμαζε “σχολείο ζωής” και που μας καθιστά ικα νούς για τη μάχη του μετασχηματισμού του πολιτικού ορίζοντα: “να τα ξέρουμε όλα, να μπορούμε να κρίνουμε για όλα, να τα κάνουμε όλα συνειδητά” (Λένιν, “Απαντα”, τόμος 35, σελ. 21). Συνεπώς η ανάκτηση του μορφωτικού/παιδευτικού ρόλου της αριστεράς συνιστά κρίσιμο στοιχείο τόσο της ιδεολογικής όσο και της οργανωτικής της συγκρότησης. Πραγμα που νομίζω οτι πρέπει να απασχολήσει δραστικά το συνέδριο.

Μοιράσου το: