Η αντίστροφη αναδιανομή είναι στρατηγική επιλογή της ΝΔ
«Τα στοιχεία της Eurostat καταρρίπτουν για ακόμη μία φορά την εικονική πραγματικότητα της ευημερίας που προσπαθεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, καταγράφουν τη φτωχοποίηση των πολιτών και την τρομακτική αύξηση των ανισοτήτων», τόνισε η Εφη Αχτσιόγλου στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
«Ενας στους τέσσερις ανθρώπους στην Ελλάδα ζει στο όριο της φτώχειας. Μιλάμε για 2,65 εκατομμύρια συμπολίτες μας, το 2023, εκ των οποίων οι 480.000 είναι παιδιά. Στην Ελλάδα το ποσοστό της φτώχειας αυξάνεται -η χώρα βρίσκεται τέταρτη από το τέλος στην ΕΕ- και σε ευρωπαϊκό επίπεδο μειώνεται οριακά», πρόσθεσε.
Η κ. Αχτιόγλου επισήμανε ότι «τα στοιχεία αυτά έρχονται να προστεθούν σε μία σειρά από αρνητικά δεδομένα, τα οποία αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας, καθώς η Ελλάδα είναι τελευταία στην Ευρωζώνη στην αγοραστική δύναμη των πολιτών και έχει τον δεύτερο χαμηλότερο πραγματικό μισθό στον ΟΟΣΑ».
Υπογράμμισε, παράλληλα, ότι «το καθηλωμένο, αδύναμο και ανεπαρκές εισόδημα των εργαζομένων, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις τιμές και το επίπεδο του κόστους της καθημερινότητας, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η ασύλληπτη κερδοφορία ενός μικρού αριθμού εταιρειών, μόλις 45 εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες έχουν υπερπενταπλασιάσει τα κέρδη τους την τελευταία πενταετία, από 1% του ΑΕΠ το 2019 στο 5,5% του ΑΕΠ σήμερα. Δηλαδή, πραγματοποιείται μία πρωτοφανής αναδιανομή πλούτου από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα στα ανώτερα κλιμάκια της πυραμίδας».
Η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης -όπως η μη παρέμβαση στην αγορά, όπου υπάρχουν καρτελοποιημένα πεδία στα σούπερ-μάρκετ, στην ενέργεια, στα διυλιστήρια, στις τράπεζες- οδηγούν σε υπερσυγκέντρωση πλούτου».
Ταυτόχρονα, συνέχισε, «η ΝΔ επιλέγει να αφαιμάζει με τον ΦΠΑ τα εισοδήματα των λαϊκών και μεσαίων νοικοκυριών, μέσα σε 4 χρόνια 15 δισ. πάνω τα φορολογικά έσοδα και τα μισά από αυτά είναι από τον ΦΠΑ, άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών. Η αφαίμαξη δεν είναι εξυγίανση».
Ανάφερε, ακόμα, πως «την ίδια στρατηγική της αντίστροφης αναδιανομής ακολουθεί η κυβέρνηση και στην πολιτική της για τους μισθούς, πολύ μικρές αυξήσεις στον κατώτατο μόνο μισθό, για λίγους εργαζόμενους, πολύ αργά, που δεν μπορούν να αναπληρώσουν τις απώλειες που έχουν συντελεστεί. Το ίδιο κάνει με την πολιτική της στα δημόσια αγαθά, όπου ιδιωτικοποιώντας διαρκώς τμήματα της υγείας και της παιδείας ουσιαστικά αφαιρεί από τα λαϊκά και μεσαία στρώματα ένα ακόμη κομμάτι του εισοδήματός τους για αγαθά και υπηρεσίες που θα έπρεπε να είναι δωρεάν».
Δήλωσε, τέλος, ότι «η δυσαρέσκεια γι’ αυτή την πολιτική εκφράστηκε στις ευρωεκλογές μέσα από την αποδοκιμασία της κυβέρνησης, αλλά και μέσα από το ποσοστό της αποχής. Δυστυχώς, αυτή τη δυσαρέσκεια δεν την καρπώθηκε ούτε ο προοδευτικός χώρος ούτε η Αριστερά. Την καρπώθηκε η άκρα δεξιά. Και φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα δεν διαμορφώνεται κάποια ανταγωνιστική εναλλακτική».