Σημεία από την σημερινή ομιλία του Ευκλείδη Τσακαλώτου στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό

Ο Ευ. Τσακαλώτος, Γενικός Εισηγητής της Νέας Αριστεράς στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ρωτώντας την κυβέρνηση αν υπάρχει κεντρικό αφήγημα στον προϋπολογισμό. Η απάντηση της κυβέρνησης σε αυτό, αν κρίνει κανείς από τα λεγόμενα του Υπ. Οικονομικών, είναι ότι πρόκειται για έναν προϋπολογισμό που προωθεί τη σταθερότητα. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι ο κ. Χατζηδάκης επανειλημμένα περηφανεύεται ότι η χώρα μας έχει από τις καλύτερες επιδόσεις στα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ομως, συνέχισε ο κ. Τσακαλώτος, είναι η δημοσιονομική σταθερότητα πάντα καλή; Η απάντηση είναι ότι είναι καλή αν και μόνο αν λύνει τα υποβόσκοντα προβλήματα που δημιουργούν μακροοικονομικές ανισορροπίες. Τέτοια ζητήματα είναι οι ανισότητες, η κλιματική κρίση,  ή το παραγωγικό μοντέλο.

Πριν από αρκετά χρόνια, πριν από τον νεοφιλελευθερισμό, οι μονεταριστές έλεγαν ότι αυτό που πρέπει να γίνει σε μια οικονομία είναι να ελεγχθεί η προσφορά χρήματος. Ο Friedman, συγκεκριμένα, έλεγε ότι ο πληθωρισμός είναι ένα καθαρά νομισματικό φαινόμενο – ελέγξτε την προσφορά χρήματος και ελέγχετε και τον πληθωρισμό.

Απαντώντας στην παραπάνω θέση ο Buiter έλεγε ότι ο πληθωρισμός είναι ένα καθαρά νομισματικό φαινόμενο, με την ίδια έννοια που το να πυροβολήσεις κάποιον είναι ένα καθαρά βαλλιστικό φαινόμενο. Τι ήθελε να πει με αυτό; Οτι μπορείς να ελέγξεις τον πληθωρισμό με μια περιοριστική πολιτική, αλλά αν δεν λύσεις τα δομικά προβλήματα που τον δημιουργούν ο πληθωρισμός ή μια άλλη μακροοικονομική ανισορροπία θα επανέλθει.

Οντως, συνέχισε ο κ. Τσακαλώτος, μετά την αρχική περίοδο του νεοφιλελευθερισμού και την πίεση στα εισοδήματα των νοικοκυριών από την επίθεση στην εργασία και το κράτος πρόνοιας, οι πιο φιλελεύθερες οικονομίες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το αναδιανεμητικό πρόβλημα με αυτό που ονομάζεται χρηματοπιστωτικός κεϋνσιανισμός – μέσω δανείων σε πιο φτωχά νοικοκυριά – μια στρατηγική που οδήγησε στην κρίση του 2009. Μετά την κρίση – ακόμα περισσότερο μετά την πανδημία – είχαμε την ποσοτική χαλάρωση, το QE, ως απάντηση στα προβλήματα αναδιανομής, μια λύση που θεωρητικά θα στήριζε τη ζήτηση. Το QE ενίσχυσε τις ανισότητες και αύξησε το δημόσιο χρέος οδηγώντας σε νέες φωνές υπέρ των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών. Το συμπέρασμα κάθε φορά είναι το ίδιο: αν δεν λυθούν τα προβλήματα της αναδιανομής, η σταθερότητα που επικαλείται η κυβέρνηση δεν θα κρατήσει πολύ και τα προβλήματα θα επανέλθουν.

Ο κ. Τσακαλώτος συνέχισε σχολιάζοντας κατά πόσο ο προϋπολογισμός δίνει απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα.

Σχετικά με τις ανισότητες. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι ανισότητες έχουν αυξηθεί το 2022 σε σχέση με το 2021 αλλά και σε σύγκριση με το 2019 που ανέλαβε η ΝΔ. Αλλά και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού που έχει στείλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου έχουν μοντελοποιηθεί τα μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση το 2025 φαίνεται ότι αυτά θα έχουν μηδενική επίδραση στον δείκτη Gini και πολύ μικρή θετική επίδραση σε δείκτες όπως o S80/S20.

Σχετικά με τις δαπάνες υγείας. Στον προϋπολογισμό του 2024 προβλεπόταν στα 12,82 δις ή στο 5,48% του ΑΕΠ. Στο προϋπολογισμό του 2025 προβλέπονται στα 13,46 δις, αύξηση 640 εκατομμύρια αλλά και ταυτόχρονη μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 5,43%. Για σύγκριση, ο μ.ό. της ΕΕ το 2022 ήταν στο 7,6% του ΑΕΠ. Δηλαδή τη στιγμή που η χώρα μας βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση σε ποσοστό ατόμων που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες τους για υγειονομική περίθαλψη, έχουμε έναν προϋπολογισμό που δεν ενισχύει την υγεία.

Σχετικά με τις δαπάνες για την παιδεία. Στον προϋπολογισμό του 2024 προβλεπόταν στα 7,15 δις ή στο 3,05% του ΑΕΠ. Στο προϋπολογισμό του 2025 προβλέπονται στα 7,25 δις, αύξηση 100 εκατομμύρια με ταυτόχρονη μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 2,92%. Αρα ούτε στην υγεία ούτε στην παιδεία υπήρχε σύγκλιση, θα υπάρχει;

Σχετικά με τους μισθούς. Το 2022 η Ελλάδα ήταν στην πέμπτη θέση από το τέλος σε μέσο ονομαστικό μισθό με €16.400 έναντι €35.638 της ΕΕ – ο Ελληνας ελάμβανε περίπου 46% του ευρωπαϊκού μ.ό. Το 2023 η Ελλάδα ήταν στην τρίτη θέση από το τέλος σε μέσο ονομαστικό ετήσιο μισθό με €17.000 έναντι €37.860 ευρώ στην ΕΕ – ο Ελληνας λαμβάνει περίπου το 45% του ευρωπαϊκού μ.ό. Και εδώ πάμε προς τη λάθος κατεύθυνση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2022 η Ελλάδα έχει τον τρίτο χαμηλότερο πραγματικό μισθό, ενώ ο μισθός το 2022 είναι μειωμένος και σε σχέση το 2010 και σε σχέση με το 2019. Εδώ το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι ο πραγματικός μισθός όντως μειώθηκε το 2020 – 2021 λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά τα τελευταία χρόνια αυτό διορθώνεται. Στον κατώτατο μισθό οι αυξήσεις είναι πάνω από τον πληθωρισμό, μόνο που ο δείκτης τιμών που χρειάζεται να συγκρίνουμε –  αν παίρναμε δηλαδή τις αυξήσεις στα τρόφιμα, τον ηλεκτρισμό, το φυσικό αέριο, τη στέγαση, μάλλον θα έδειχνε το αντίθετο. Για τον μέσο μισθό τα πράγματα είναι λιγότερο σαφή. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι αλλαγές δεν αλλάζουν τη βασική εικόνα. Δεν αλλάζει η πραγματικότητα της στασιμότητας των μισθών.

Σε αυτό στο σημείο ο κ. Τσακαλώτος ρώτησε την κυβέρνηση ποια είναι η άποψή της για το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το πιο ευνοϊκό πλαίσιο φορολογίας πλούτου με χαμηλό φορολογικό συντελεστή στα μερίσματα, υψηλό αφορολόγητο στις γονικές παροχές, αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ προς όφελος της μεγάλης περιουσίας (κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου) και ειδικές ρυθμίσεις για μεταφορά φορολογικής κατοικίας πλουσίων στην Ελλάδα.

Στη συνέχεια, ο Ευ. Τσακαλώτος αναφέρθηκε στις επενδύσεις λέγοντας ότι θα μπορούσε η οικονομική ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδος να γράφει με το πως το παραγωγικό μοντέλο τροφοδοτούσε δημοσιονομικές δυσλειτουργίες. Αντί δηλαδή, όπως υποστηρίζει η θεωρία, η σταθερότητα να φέρει την ανάπτυξη, το παραγωγικό μοντέλο ήταν αυτό που δημιούργησε την δημοσιονομική αστάθεια.

Απευθυνόμενος προς την κυβέρνηση ο κ. Τσακαλώτος ρώτησε τι πιστεύουν ότι συμβαίνει με τους πολλαπλασιαστές των επενδύσεων. Γιατί αν ο πολλαπλασιαστής είναι μεγαλύτερος από το 1 τότε θα περίμενε κανείς υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα τελευταία πέντε χρόνια η κυβέρνηση δαπάνησε 60 δις στην πανδημία, πήρε 35 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, 25 δις ΕΣΠΑ και 27 δις ΚΑΠ μέχρι το 2027.

Και βέβαια, συνέχισε ο κ. Τσακαλώτος, παραμένει η εικόνα χαμηλών επενδύσεων, με 15% του ΑΕΠ, στη τελευταία θέση με επόμενη χώρα την Πολωνία στο 17,7%. Ταυτόχρονα μειώνονται τα τελευταία δύο χρόνια οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και βρίσκονται περίπου στο 2% του ΑΕΠ. Και βέβαια υπάρχει το πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών και τις εξαγωγές, ενώ δεν φαίνεται να ισχύει η ερμηνεία που δίνει η κυβέρνηση και η ΤτΕ ότι αυτό οφείλεται στις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Η ουσία είναι, συμπέρανε ο κ. Τσακαλώτος, ότι το αναπτυξιακό μοντέλο είναι αυτό που δεν αλλάζει τη δομή της οικονομίας.

Φαίνεται ότι έχουμε μία κυβέρνηση η οποία προωθεί τα χειρότερα και από τους δύο κόσμους. Από τη μια μεριά ως νεοφιλελεύθερη λέει ότι είναι σωστό να μην υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα, ότι δεν πρέπει να αυξηθούν πολύ οι μισθοί και έτσι αυτές οι πολιτικές θα αυξήσουν της επενδύσεις. Από την άλλη, δεν αυξάνονται οι επενδύσεις. Εχουμε δηλαδή όλες τις αρνητικές συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού χωρίς κανένα από τα θετικά σε όρους επενδύσεων και θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα.

Συνοψίζοντας ο κ. Τσακαλώτος ανέφερε ότι η νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική πολιτική αποτελείται από ψεύτικες εξοικονομήσεις. Οταν έχουμε πενιχρή αύξηση στις δαπάνες για υγεία και δεν επενδύουμε στην πρωτοβάθμια υγεία, λίγα χρόνια αργότερα περισσότεροι άνθρωποι θα πηγαίνουν στα νοσοκομεία. Οταν δεν επενδύουμε στα αντιπλημμυρικά, τότε στην πορεία ξοδεύουμε περισσότερα στην αποκατάσταση ζημιών.

Αυτό είναι η βάση. Η κυβέρνηση έχει έναν προϋπολογισμό που πατάει σε ένα αφήγημα που προωθεί τα πλεονάσματα. Αυτά όμως τα πλεονάσματα στηρίζονται σε παρεμβάσεις που σε λίγα χρόνια θα δημιουργήσουν νέες δημοσιονομικές και μακροοικονομικές ανισορροπίες.

Κλείνοντας ο κ. Τσακαλώτος ανέφερε ότι όταν ήταν ο ίδιος Υπουργός Οικονομικών τον είχαν ρωτήσει ποιος είναι ο στόχος του. Και είχε απαντήσει ότι ο στόχος του είναι να γίνει ο πιο ασήμαντος Υπ. Οικονομικών, με την έννοια ότι στόχος κάθε Υπ. Οικονομικών είναι  να δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου οι υπουργοί Υγείας, Παιδείας, Ανάπτυξης κλπ. να εφαρμόζουν πολιτικές που να έχουν θετική επίδραση στη ζωή των ανθρώπων. Με αυτή την έννοια, και λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, κατέληξε ότι ο κ. Χατζηδάκης δεν θα καταφέρει να γίνει ένας ασήμαντος υπουργός οικονομικών, αφού πάντα θα δημιουργούνται δημοσιονομικά προβλήματα που θα καλείται να αντιμετωπίσει. Και θα δημιουργούνται δημοσιονομικά προβλήματα γιατί με τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τα προβλήματα των ανισοτήτων και της παραγωγής, αυτά θα επανέρχονται να ταράξουν την οικονομία.

 

Μοιράσου το: