Συνεδρίαση της 29ης-30ης Ιουνίου 2024
- Απολογισμός εκλογικού αποτελέσματος ευρωεκλογών 9ης Ιουνίου
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου ήταν αρνητικό για τη Νέα Αριστερά, αφού το ποσοστό που έλαβε ήταν πολύ χαμηλότερο των προσδοκιών της και απέτυχε να εκλέξει ευρωβουλευτή/ρια. Προφανώς απαιτείται η Νέα Αριστερά να αναλύσει διεξοδικά το αποτέλεσμα και να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για τα δομικά προβλήματα αλλά και τις υποκειμενικές αδυναμίες που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Και αυτό πρέπει να γίνει χωρίς κοινοτυπίες, αλλά με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής.
Επιπλέον η ανάλυση του ποσοστού που έλαβε η Νέα Αριστερά πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των συνολικών αποτελεσμάτων των πρόσφατων ευρωεκλογών που διαμορφώνουν τις τάσεις και το πολιτικό τοπίο για την επόμενη μέρα, καθώς το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας εντάσσεται στις ευρύτερες πολιτικές τάσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σε πανευρωπαϊκό κατ’ αρχήν επίπεδο, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την απότομη δεξιά στροφή των συσχετισμών, η οποία είχε ήδη προεξοφληθεί και δρομολογηθεί, όχι μόνο από την αδράνεια και την αδιαφορία των κυρίαρχων δυνάμεων, αλλά και από την αυταρχική στροφή τους, η οποία αποτυπώθηκε στις πολιτικές που χάραξε η ΕΕ το προηγούμενο διάστημα, την στρατιωτικοποίηση της Ενωσης, την “σκληρή” ατζέντα στη μετανάστευση κ.ο.κ. Την ίδια στιγμή, τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από τη σημαντική πτώση τόσο των Φιλελεύθερων όσο και των Πράσινων, που -σε συνδυασμό με τη στασιμότητα του ΕΛΚ και των Σοσιαλιστών- καθιστά πιο δύσκολο από ό,τι στο παρελθόν τον σχηματισμό μιας σταθερής πλειοψηφίας εντός του Ευρωκοινοβουλίου. Προς το παρόν, είναι θετικό το γεγονός ότι η συμμαχία με τους Μεταρρυθμιστές του ECR, προς την οποία είχε ανοίξει την πόρτα η απερχόμενη και εκ νέου προτεινόμενη πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απομακρύνεται ως ενδεχόμενο. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τη συνολική υποχώρηση της κοινοβουλευτικής δύναμης του “προοδευτικού στρατοπέδου”. Τέλος, σε ό,τι αφορά την Αριστερά, είναι θετικό ότι κατάφερε να διατηρήσει την κοινοβουλευτική της δύναμη, ωστόσο και αυτή έχει μπροστά της την πρόκληση της ενότητας στο εσωτερικό της.
Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι φυσικά χωρίς εξήγηση. Οι μετατοπίσεις την προηγούμενη περίοδο, οι κυρίαρχες απαντήσεις της ΕΕ στην πολυκρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη και κυρίως ο μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου υπό το βάρος της όλο και μεγαλύτερης εμπλοκής της ΕΕ και των κρατών-μελών της σε πολεμικούς σχεδιασμούς, σε συνδυασμό με την ολική επαναφορά του δόγματος της λιτότητας που εγκαταλείφθηκε πρόσκαιρα την περίοδο της πανδημίας, αποξένωσαν μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, έστρεψαν σημαντικό μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας προς την ακροδεξιά, ενώ οδήγησαν στην ανάδυση νέων διαιρετικών τομών, όπως π.χ. τα ζητήματα της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που διαπερνούν οριζόντια τις κομματικές οικογένειες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη μιας ισχυρής και ενωμένης Αριστεράς, ικανής να συζητά με σεβασμό επί διαφορετικών απόψεων αλλά να διασφαλίζει ενότητα στη δράση, σε μια περίοδο που η ακροδεξιά προβάλλει ως η εναλλακτική για τους λαούς της Ευρώπης είναι περισσότερο από κρίσιμη και η Νέα Αριστερά θα συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην κατεύθυνση αυτή.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, οι ευρωεκλογές χαρακτηρίστηκαν από δύο φαινόμενα: 1) Την μεγαλύτερη αποχή που έχει καταγραφεί σε εκλογική διαδικασία στην χώρα μας και 2) την σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς.
Η αυξημένη αποχή (58%) χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό τις ευρωεκλογές. Η αποχή αυτή ενέχει δύο τάσεις: Μία τάση δυσαρέσκειας και απογοήτευσης από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις και μία τάση απαξίωσης της πολιτικής και μη συμμετοχής σε αυτήν. Η μεγάλη αυτή αποχή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την κρίση εκπροσώπησης και την κρίση του κομματικού φαινομένου αλλά και την απαξίωσης της πολιτικής και γενικότερα των δημοκρατικών θεσμών.
Οι ευθύνες προφανώς βαραίνουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη ΝΔ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ που ειδικά την τελευταία βδομάδα πριν τις κάλπες επέλεξαν να στήσουν μία αντιπαράθεση πάνω στο «πόθεν έσχες» περιουσιών πολλών εκατομμυρίων ευρώ, όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η αδυναμία κινητοποίησης και έμπνευσης του εκλογικού σώματος σηματοδοτεί την αποτυχία και την ευθύνη της Αριστεράς να μπορέσει να δημιουργήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμμετοχής και της ενασχόλησης με την πολιτική.
Ως προς την άνοδο της ακροδεξιάς, στις ευρωεκλογές του 2024 η Ελληνική Λύση, η Νίκη, η Φωνή Λογικής και το Πατριωτικό Μέτωπο έλαβαν 18,1% αθροιστικά, ενώ στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 οι Σπαρτιάτες, η Ελληνική Λύση, η Νίκη και η Φωνή Λογικής έλαβαν 11,62%. Η άνοδος αυτή σχετίζεται με το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι το εκλογικού ακροατηρίου, επιλέγει να ψηφίσει τα κόμματα αυτά επειδή πιστεύει ότι η ψήφος του με αυτό τον τρόπο είναι τιμωρητική, ενώ είναι επιρρεπές σε θεωρίες συνωμοσίας, γενικεύσεις και έναν άκρατο λαϊκισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες πείθεται από αρχηγικά κόμματα, με ηγεσίες που δεν έχουν αναστολές στα ψέματα, τις γενικεύσεις και τις θεωρίες συνομωσιών ενώ ταυτόχρονα σπέρνουν ρατσισμό, μισαλλοδοξία, ΛΟΑΤΚΙφοβία και έμφυλη καταπίεση.
Ομως υπάρχει και ένα άλλο τμήμα από το εκλογικό σώμα που στηρίζει συνειδητά την ακροδεξιά. Αυτό που έχει πιο στενή ιδεολογική συγγένεια με τα κόμματα αυτά και την ρητορική τους. Η διολίσθηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά δυστυχώς και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ σε ακραία συντηρητικές θέσεις και διατυπώσεις νομίζοντας ότι έτσι θα αντιπαρατεθούν με τη Νέα Δημοκρατία στο γήπεδό της, το μόνο που κάνει είναι να κανονικοποιεί τον ακροδεξιό λόγο και να διευρύνονται τα ακροδεξιά ακροατήρια.
Παρακάτω αναλύονται τα εκλογικά αποτελέσματα της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ και προφανώς στο τέλος, εκτενέστερα το εκλογικό αποτέλεσμα της Νέας Αριστεράς.
Η Νέα Δημοκρατία
Η Νέα Δημοκρατία και ο Κ. Μητσοτάκης γνώρισαν την πιο σημαντική ήττα τους από το 2019 σε εκλογική αναμέτρηση. Ο διακηρυγμένος στόχος της Νέας Δημοκρατίας ήταν η συγκράτηση των ποσοστών στο 33% ή και ακόμα ένα ποσοστό άνω του 30%. Το 28,3% αποτέλεσε αναπάντεχο αποτέλεσμα για μία κυβέρνηση που είδε να τις γυρίζουν την πλάτη 990.000 ψηφοφόροι σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 (που πήρε ποσοστό 40,5%).
Ο κ. Μητσοτάκης και τα κυβερνητικά στελέχη επιμένουν να αναλύουν την ήττα αυτή ως αποτέλεσμα της ψήφισης του νόμου «περί ισότητας στον πολιτικό γάμο» και όχι ως απάντηση της κοινωνίας στην αποτυχημένη κυβερνητική πολιτική σε τομείς που παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των πολιτών. Θέλουν να δείξουν ότι η δυσαρέσκεια των πολιτών προέρχεται από μία «νομοθετική επιλογή» και από το «πολιτικό κόστος» που ανέλαβε η κυβέρνηση για να αποφύγουν να παραδεχθούν την πραγματικότητα: Οτι η συσσωρευμένη οργή και δυσαρέσκεια της κοινωνίας για την κυβερνητική πολιτική εκφράστηκε στην κάλπη με την πολύ σημαντική αποδυνάμωση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κλήθηκε να πληρώσει την αποτυχία της να αντιμετωπίσει την κρίση της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Η συνειδητή κυβερνητική επιλογή προστασίας της κερδοφορίας των επιχειρήσεων μέσα από την απουσία ελέγχων και αργοπορημένων ρυθμίσεων οδήγησε σε επιπλέον μειώσεις της πραγματικής αγοραστικής δύναμη των νοικοκυριών. Παρά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στα όρια του πληθωρισμού, οι πραγματικοί μέσοι μισθοί παρέμειναν καθηλωμένοι ή και μειώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις εξαιτίας της απουσίας θεσμικού πλαισίου για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ελέγχων στην αγορά εργασίας.Την ίδια στιγμή η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη να πριμοδοτήσει τον κλάδο της ιδιωτικής υγείας, οδήγησε στην πλήρη απαξίωση του ΕΣΥ με σημαντικές επιπτώσεις στις ζωές των ασθενών και των οικογενειών τους, αλλά και του υγειονομικού προσωπικού. Η ίδια επιλογή έγινε και στον τομέα της παιδείας, με αντίστοιχα αποτελέσματα.Η αύξηση του κόστους της στέγασης, είτε με την μορφή των αυξημένων αναγκών εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων, είτε με την αύξηση του ενοικίου είτε μέσω της αύξησης των μηνιαίων παγίων (ρεύμα, θέρμανση κτλ.)εντείνει την αφαίμαξη των νοικοκυριών.
Ολα τα παραπάνω διαμόρφωσαν συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Οι πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη οδήγησαν στην επιδείνωση αυτού του αισθήματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας που έγινε κοινός τόπος για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Σε συνδυασμό με την αλαζονεία, την έλλειψη λογοδοσίας και διαφάνειας και την απόλυτη απουσία κοινωνικής ενσυναίσθησης η κυβέρνηση ακολούθησε ένα μοντέλο διακυβέρνησης προκλητικό απέναντι σε ανθρώπους που δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Η συγκάλυψη εγκλημάτων (Τέμπη) και σκανδάλων (υποκλοπές), η υπονόμευση του κράτους δικαίου, ο έλεγχος των ΜΜΕ είναι ψηφίδες μόνο ενός τρόπου διακυβέρνησης αυταρχικού και ανεξέλεγκτου που εξαπλώνεται σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Ταυτόχρονα, τα σκάνδαλα, οι απευθείας αναθέσεις και η ευνοιοκρατία απέναντι σε «ημέτερους» παρόξυναν την κοινωνική οργή και δυσαρέσκεια.
Επομένως, οι πολιτικές της κυβέρνησης που οδήγησαν στην οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την αλαζονεία, την αδιαφάνεια και τον αυταρχισμό είναι τα βασικά αίτια της εκλογικής καθίζησης της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τον Ιούνιου του 2023.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των exitpolls από τις 990.000 ψήφους που απώλεσε η Νέα Δημοκρατία από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι τις ευρωεκλογές του 2024, οι 490.000 απείχαν, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τη δυσαρέσκεια ή την αδιαφορία τους.Οι υπόλοιποι/ες 400.000 ψήφισαν άλλο κόμμα. Από αυτούς/ες που ψήφισαν άλλο κόμμα, οριακά περισσότεροι/ες κινήθηκαν πιο αριστερά από τη Νέα Δημοκρατία, σε σχέση με το ποσοστό αυτό που κινήθηκε πιο δεξιά. Από αυτό προκύπτει και το συμπέρασμα ότι όσοι/ες ψήφισαν άλλο κόμμα δεν κινήθηκαν μονοσήμαντα με βάση τονόμο για την «ισότητα του πολιτικού γάμου», αλλά με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια.
Παρά την σημαντική ήττα της Νέας Δημοκρατίας προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα: Η δυνατότητα της Νέας Δημοκρατίας να «επαναπατρίσει» χαμένες ψήφους από τις ευρωεκλογές όταν έρθουν οι εθνικές εκλογές και αλλάξει το διακύβευμα. Το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να διατηρεί αυτή τη δυνατότητα, της δίνει ένα πλεονέκτημα να δείξει σημαντικότερη ανθεκτικότητα σε εθνικές εκλογές.Αλλά και φυσικά από τη διαμόρφωση των γενικότερων συσχετισμών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Παραπάνω έγινε αναφορά στην ήττα της Νέας Δημοκρατίας. Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας σίγουρα μετριάζεται από το γεγονός ότι δεν τη νίκησε κανένα άλλο πολιτικό κόμμα. Παρά τη σημαντική της αποδυνάμωση, κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν κατόρθωσε να την απειλήσει στοιχειωδώς και να εμφανιστεί ως ανταγωνιστική πολιτική δύναμη με κυβερνητική προοπτική.
Ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ του Σ. Κασσελάκη απώλεσε 337.000 ψήφους από τον Ιούνιο του 2023. Με όποια παραλλαγή των διατυπωμένων -από τον Πρόεδρο του- εκλογικών στόχων του, το σίγουρο είναι ότι πέρασε κάτω από τον πήχη. Ο στόχος του 20%+, η «ανατροπή», η συγκράτηση των ποσοστών του Ιουνίου 2023 χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην προεκλογική εκστρατεία, όμως το 14,9% δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Η περαιτέρω σημαντική μείωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπάγεται ότι ο Σ. Κασσελάκης όχι μόνο δεν βάζει τέλος στην τάση της μείωσης της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντιθέτως προκαλεί την δική του, αυτόνομη από τον προηγούμενο ιστορικό κύκλο, πτωτική τάση.
Η μεγάλη ήττα του Σ. Κασσελάκη έγκειται στο γεγονός ότι αναδείχθηκε πρόεδρος στον ΣΥΡΙΖΑ επί τη βάση της υπόσχεσης ότι αυτός «μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη». Από ότι φάνηκε μετά από 9 μήνες ηγεσίας, η υπόσχεση αυτή ματαιώνεται και μαζί όλο το εμπόριο ελπίδας και μεσσιανισμού γύρω από το πρόσωπό του.
Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παράδοξο. Ηρθε ως συνεπακόλουθο της πλήρους μετάλλαξής του κόμματος και του διαζυγίου που έχει πάρει με την Αριστερά από την μία, αλλά και εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης πολιτικής που ακολουθεί η ηγετική του ομάδα και γίνεται αποδεκτή από την ευρεία πλειοψηφία των στελεχών του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η πορεία αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν αναλάβει την ηγεσία ο Σ. Κασσελάκης. Η έλλειψή εσωτερικής λειτουργίας του κόμματος και των οργάνων, η αποπολιτικοποίηση των μελών του και ο «μεσσιανισμός» ήταν στοιχεία της παρακμής του ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων χρόνων, το οποία φυσικά επί σημερινής ηγεσίας βιώνονται στον υπερθετικό βαθμό.
Η στρατηγική αποδοχή του ΝΑΤΟ ως «ιερά αμυντική συμμαχία» και η στάση του Σ. Κασσελάκη απέναντι στην εξελισσόμενη σφαγή των Παλαιστινίων στην Γάζα από τον ισραηλινό στρατό με δημόσιες ανακοινώσεις του κόμματός του, όπου κρατούσε ισορροπίες μεταξύ θύτη και θύματος, δεν ξεχνιούνται με «επικοινωνιακές υπερ-προσπάθειες» όπως η επίσκεψη στη Δυτική Οχθη. Την ίδια στιγμή, ενώ η Ευρωπαϊκή Αριστερά στέκεται απέναντι στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση και την μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μία πολεμική οικονομία, ο Σ. Κασσελάκης υπερθεματίζει εκ μέρους του κόμματος του. Και στο πλαίσιο αυτής της κατεύθυνσης φυσικά, υπερψήφισε στη Βουλή για πρώτη φορά τους υπερεξοπλισμούς του κ. Μητσοτάκη που υποθηκεύουν τα δημόσια οικονομικά της Ελλλάδας για τις μελλοντικές γενιές..
Αντίστοιχο παράδειγμα ουσιώδους δεξιάς μετάλλαξης είναι η φορολογική πρόταση που κατέθεσε το κόμμα του Σ. Κασσελάκη. Ενα κόμμα που θέλει να συγκαταλέγεται στην Αριστερά πρέπει στοιχειωδώς να είναι υπέρ της αναδιανομής του εισοδήματος μέσα από την φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων και την ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδημάτων μέσω του κοινωνικού κράτους. Το σχέδιο νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για την φορολογία που οδηγεί σε μειώσεις φόρων σε εισοδήματα πλουσίων και υπερπλουσίων ακόμη και με ετήσιο εισόδημα 500.000 ευρώ δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά.
Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι ενδεικτικά της πολιτικής μετάλλαξης που απομάκρυναν ένα αριστερό εκλογικό ακροατήριο από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομως καθοριστικός για το πολιτικό αποτέλεσμα -χωρίς να είναι μικρότερης πολιτικής σημασίας- ήταν ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει ο Σ. Κασσελάκης να πολιτεύεται, μέσω της αυτοαναφορικότητας, της καθυπόταξης του πολιτικού περιεχομένου σε σχέση με την επικοινωνία, και του ασυνάρτητου στυλ πολιτικής. Τελικά, αυτό που θεωρήθηκε πλεονέκτημα του από τους/τις συνοδοιπόρους του, ότι τον έκανε δηλαδή πιο αποδεκτό στα – πιο απομακρυσμένα από την πολιτική- ακροατήρια, αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι, αφού τον απομόνωσε από άλλα. Με την όλη του παρουσία θεωρούμε πως δικαίως αποκλήθηκε από τη Νέα Αριστερά ως ο καλύτερος χορηγός του Κ. Μητσοτάκη. Καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα ανάδελφο πολιτικά κόμμα, με χαμηλό εκλογικό «ταβάνι» στην ουσία, αφήνει τον Κ. Μητσοτάκη ανενόχλητο να κυβερνά και παρά την εκλογική του ήττα να μην νιώθει ιδιαίτερη πίεση.
Η μετεκλογική συμπεριφορά του Σ. Κασσελάκη και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από την προεκλογική. Η αποτίμηση του αποτελέσματος με «θετική» απόχρωση, οι απολίτικες επιθέσεις στη Νέα Αριστερά και η κατασκευή εσωτερικών εχθρών και υπονομευτών κατά την προσφιλή τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Η ήττα του Κ. Μητσοτάκη, της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησής της Δεξιάς περνάει μέσα από την ήττα του Σ. Κασσελάκη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να συμβεί το πρώτο.
Το ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να κατέγραψε μία ισχνή ποσοστιαία άνοδο από 11,8% τον Ιουνίου του 2023 σε 12,8% στις πρόσφατες ευρωεκλογές, όμως στην πραγματικότητά απώλεσε 109.000 ψήφους σε αυτό το χρονικό διάστημα. Με δεδομένη την μεγάλη απώλεια δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, η μικρή ποσοστιαία άνοδος του ΠΑΣΟΚ δείχνει τα συγκεκριμένα όρια του κόμματος. Η απουσία προγραμματικών αιχμών αλλά και η αδυναμία συγκρότησης ενός πειστικού οράματος αντιπαραθετικού και διαφορετικού από αυτό της Νέας Δημοκρατίας, κρατούν τα ποσοστά του κόμματος σε πεπερασμένα επίπεδα.
Οι διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματος για κρίσιμα πολιτικά ζητήματα όπως πχ τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ή ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών καταδεικνύουν τις διαφορετικές απόψεις που συνυπάρχουν μέσα στο κόμμα και την πολιτική ανομοιογένεια.
Το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τους υπερεξοπλισμούς, απουσιάζει από κάθε κινητοποίηση εναντίον του πολέμου και της σφαγής στη Γάζα και αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών παραμένει στην εθνικιστική γραμμή που το οδήγησε τότε να καταψηφίσει τη Συμφωνία, συντασσόμενο με τη ΝΔ και την Ακροδεξιά.
Η Νέα Αριστερά
Το εκλογικό αποτέλεσμα της Νέας Αριστεράς ήταν υποδεέστερο των προσδοκιών και συνιστά αδιαμφισβήτητα αποτυχία. Στόχος της Νέας Αριστεράς ήταν η εκλογή ενός/μιας ευρωβουλευτή και η καταγραφή ενός εκλογικού ποσοστού που θα επέτρεπε στο κόμμα να παίξει ρόλο πολιτικού καταλύτη στην ευρύτερη υπόθεση της ανασύνθεσης της Αριστεράς, μίας διαδικασίας ιστορικά και κοινωνικά επιβεβλημένης. Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να αναλυθεί και να αξιολογηθεί το επόμενο χρονικό διάστημα για να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τους λόγους της αποτυχίας αυτής.
Η Νέα Αριστερά έδωσε την μάχη των εκλογών 1) με ταυτοτικούς όρους ως πολιτική δύναμη της Αριστεράς, 2) βάζοντας 5+1 πολιτικές αιχμές που καθόρισαν το περιεχόμενο και το πολιτικό της στίγμα και 3) διεκδικώντας ρόλο πολιτικού καταλύτη την επόμενη μέρα στις διεργασίες για την ανασύνθεση της Αριστεράς και τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών μετώπων απέναντι στην ηγεμονία της Δεξιάς. Και τα τρία αυτά σημεία αναδείχθηκαν όσο ήταν δυνατόν στις δημόσιες εκφωνήσεις των στελεχών και των υποψηφίων.
Η εκλογική μάχη ως «πολιτική δύναμη της Αριστεράς», ως η δύναμη που μάχεται για την Αριστερά του 21ου αιώνα και τον Σοσιαλισμό με Δημοκρατία και Ελευθερία, είχε νόημα στο πλαίσιο της απαξίωσης του χώρου και της δεξιάς στροφής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε η Νέα Αριστερά δεν αποτελεί παρθενογένεση, αλλά τα μέλη της έχουν τη δική τους πορεία στην πολιτική ζωή του τόπου. Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκαν αιχμές όπως η αντίθεση στον πόλεμο, του εξοπλισμούς και την Ε.Ε. ως πολεμική οικονομία, η ανάγκη φορολογίας των πλουσίων και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, η κοινωνικά δίκαιη πράσινη μετάβαση και η προσιτή στέγη για όλους και όλες. Με αυτό τον τρόπο αποπειράθηκε οι αιχμές αυτές να συμβολίσουν τόσο τα πεδία και τις προτεραιότητες, όσο και την κατεύθυνση της πολιτικής της Νέας Αριστεράς. Επιπλέον, η Νέα Αριστερά αντιλαμβανόμενη τις μικρές τις δυνάμεις και για να αποφύγει τον «μικρομεγαλισμό» έθεσε έμπρακτα ζητήματα συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών μετώπων απέναντι στη Δεξιά και την ακροδεξιά. Επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται το κοινωνικό αίτημα του προοδευτικού χώρου για να «νικηθεί ο Μητσοτάκης», η Νέα Αριστερά προσπάθησε επανειλημμένα να πολιτικοποιήσει το κοινωνικό αυτό αίτημα, να του δώσει πολιτικό περιεχόμενο και να μην μείνει μόνο στην επικοινωνία.
Η Νέα Αριστερά έλαβε ποσοστό 2,45% που αντιστοιχεί σε 97.554 ψήφους. Η βασική δεξαμενή των ψήφων της Νέας Αριστεράς ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Το 8,1% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιου του 2023 ψήφισαν Νέα Αριστερά (που μεταφράζεται σε 1,5% στις πρόσφατες ευρωεκλογές). Αντίστοιχα από τους ψηφοφόρους του ΜΕΡΑ25 τον Ιούνιο του 2023, η Νέα Αριστερά πήρε το 4,7%, από την Πλεύση Ελευθερίας το 3,1%, από το ΚΚΕ το 2% και 0,9% από το ΠΑΣΟΚ. Επομένως γίνεται αντιληπτό εύκολα ότι πέραν ένα τμήματος ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το εκλογικό ακροατήριο της Νέας Αριστεράς δεν επεκτάθηκε στα άλλα κόμματα της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου. Ακόμα και το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Ιουνίου του 2023 είναι μικρό αναλογικά με την οργανωτική υπόσταση της Νέας Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι πέραν των μελών που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ, οι ψηφοφόροι που πείστηκαν να ψηφίσουν Νέα Αριστερά παρέμειναν περιορισμένοι/ες από αυτή τη δεξαμενή.
Ο βασικός λόγος για την περιορισμένη εκλογική επιρροή στο ακροατήριο που βρίσκεται μεταξύ της Νέας Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το γεγονός ότι πολλοί/ες ψηφοφόροι, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν περισσότερο με τη Νέα Αριστερά ή είχαν αρνητική γνώμη για τον Σ. Κασσελάκη, προτίμησαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί θεωρούσαν πως με αυτό τον τρόπο στέλνουν ένα πιο ισχυρό μήνυμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οτι δηλαδή η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να μείωνε τη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, είχε περισσότερο αντίκτυπο από την ψήφο στη Νέα Αριστερά, ακόμα κι αν αυτή η ψήφος της επέτρεπε στην τελευταία να μπει στον ευρωκοινοβούλιο.
Η αποτυχία εξήγησης της χρησιμότητας της ψήφου στη Νέα Αριστερά σε αυτό το ακροατήριο βρίσκεται στην καρδιά της εκλογικής αποτυχίας. Αυτή η αποτυχία μπορεί να εξηγηθεί από διαφορετικούς παράγοντες, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς. Ο σημαντικότερος όμως είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στην χώρα μας είναι εγκλωβισμένο στην λογική του κυβερνητισμού. Μετά την ιστορική τομή του 2015 και με ευθύνη και της σημερινής Νέας Αριστεράς, η «κοινωνικά χρήσιμη» Αριστερά έγινε συνώνυμο αποκλειστικά της κυβερνητικής Αριστεράς. Κυβερνητισμός δεν είναι να επιδιώκεται η επιρροή ή η συμμετοχή της Αριστεράς σε μία κυβέρνηση. Αυτό είναι θεμιτό. Κυβερνητισμός είναι αυτό να γίνεται χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογία, χωρίς σχέδιο. Η κυβέρνηση ως αυτοσκοπός δηλαδή. Ετσι χάθηκε η αυτοτέλεια της χρησιμότητας της Αριστεράς μέσα από τις μάχες στο κοινωνικό επίπεδο, στον χώρο των ιδεών και στα κοινωνικά κινήματα. Η εμπέδωση αυτής της αντίληψης από ένα ευρύ ακροατήριο της Αριστεράς οδηγεί σήμερα στη συρρίκνωση του χώρου στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί μία αριστερή πολιτική δύναμη.
Και έτσι θεωρήθηκε, από ένα εν δυνάμει εκλογικό ακροατήριο της Νέας Αριστεράς, πιο χρήσιμη μία μικρότερη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ, από ότι μία ισχυρότερη Νέα Αριστερά.
Αλλο αίτιο είναι ότι η Νέα Αριστερά, από την αρχή της συγκρότησής της, αντιμετώπιζε ένα δομικό πρόβλημα φυσιογνωμίας. Το γεγονός ότι προέκυψε από μία διάσπαση με χαρακτηριστικά πολιτικής κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την ίδια στιγμή τα κεντρικά της στελέχη ήταν προβεβλημένα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και μετέπειτα στελέχη πρώτης γραμμής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δημιούργησε εύλογη σύγχυση στο κόσμο. Η σύγχυση αυτή δεν επιλύθηκε ποτέ αφού η Νέα Αριστερά δεν αποτίμησε κριτικά τη θέση της απέναντι στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019, αλλά και δεν βάθυνε την αυτοκριτική της για την περίοδο 2019-2023, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν έκανε ποτέ τις απαραίτητες οριοθετήσεις που θα ξεκαθάριζαν στην κοινή γνώμη την πολιτική της στάση απέναντι στα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος. Η αντιστοίχιση στην κοινή γνώμη της Νέας Αριστεράς ως μία «καλή εκδοχή» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε την επιρροή της, αφού σε αυτή την περίπτωση το εκλογικό σώμα θα προτιμήσει την αυθεντική εκδοχή.
Επιπλέον είναι αντικειμενικό γεγονός η έλλειψη αναγνωρισιμότητας της Νέας Αριστεράς. Πολλές φορές στην προεκλογική περίοδο ερχόμασταν αντιμέτωποι/ες με αυτή την έλλειψη αναγνωρισιμότητας. Αυτό προφανώς σχετίζεται με τον μικρό χρόνο ζωής και τους χαμηλούς οικονομικούς πόρους. Τα αντικειμενικά αυτά προβλήματα δεν μπορούν να χρησιμεύσουν όμως ως δικαιολογίες. Αδιαμφισβήτητα, χάθηκε χρόνος στην αρχή του εγχειρήματος. Ακόμη, θα μπορούσε να έχει γίνει περισσότερη δουλειά για την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα του εγχειρήματος.
Ενας άλλο παράγοντας της εκλογικής αποτυχίας είναι η έλλειψη κοινωνικών ερεισμάτων και γείωσης. Η Νέα Αριστερά, όπως και σε μεγάλο βαθμό και ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε κενό στην κοινωνική γείωση σε μαζικούς χώρους και συλλογικούς χώρους. Η παρουσία των δυνάμεών της στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι χαμηλή. Το ίδιο ισχύει για την τοπική αυτοδιοίκηση και τους επαγγελματικούς/επιστημονικούς φορείς. Η παρέμβαση της Νέας Αριστεράς στη νεολαία είναι οριακά υπαρκτή. Αυτό πιστοποιείται άλλωστε και από τα εκλογικά αποτελέσματα, όπου στις ηλικίες 17-24 η Νέα Αριστερά έλαβε 1,7% ενώ στις ηλικίες 25-34 έλαβε 1,9%.Τα κενά αυτά σε κοινωνικά ερείσματα δεν είναι προφανώς μία καινοφανής κατάσταση αλλά προέρχονται από την αντίστοιχη ελλιπή γείωση από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η κατάσταση λειτούργησε ανασταλτικά προς την οργανωτική ανάπτυξη, την κοινωνική αναγνωρισιμότητα αλλά και την στελέχωση του ψηφοδελτίου με πιο μαζικά στελέχη προερχόμενα από κοινωνικούς χώρους και φορείς. Ειδικά το τελευταίο ήταν μία κρίσιμη παράμετρος που επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι η Νέα Αριστερά συγκρότησε ένα εξαιρετικό ψηφοδέλτιο, αυτό θα μπορούσε να έχει ενισχυθεί με καλύτερη γεωγραφική αντιπροσωπευτικότητα και με υποψηφίους/ες με πιο μαζική απεύθυνση.
Το αρνητικό αποτέλεσμα της Νέας Αριστεράς σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει υποστολή της σημαίας. Αντιθέτως σημαίνει ότι πρέπει να καταβάλουμε μεγαλύτερες προσπάθειες τόσο για την κατανόηση των αιτιών της αποτυχίας όσο και για να αναλάβουμε δράση για την αλλαγή των συσχετισμών και της ανατροπή της ηγεμονίας της δεξιάς και της ακροδεξιάς.
- Πολιτική Συγκυρία
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών όπως ήταν αναμενόμενο διαμόρφωσε την πολιτική συγκυρία. Ο Κ. Μητσοτάκης θέλοντας να δείξει ότι έλαβε το μήνυμα της δυσαρέσκειας των πολιτών προχώρησε άμεσα σε ανασχηματισμό. Ο ανασχηματισμός αυτός όμως ήταν περισσότερο μία κίνηση τυπική -για να φανεί ότι η κυβέρνηση δεν μένει αδρανής- και στερείται πολιτικής ουσίας ή κάποιας σηματοδότησης για διαφορετική πολιτική στρατηγική στα κρίσιμα ζητήματα. Ενδεχομένως πιο πολύ σημασία έχει η γεωγραφική κατανομή των νέων υπουργών που επικεντρώνεται σε περιοχές της Ελλάδας, που τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν προβληματικά για τη Νέα Δημοκρατία.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και κάποια δειλά μέτρα που πήρε το Υπουργείο Οικονομικών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Πιο συγκεκριμένα μονιμοποίησε την μείωση του ΦΠΑ σε καφέ και ταξί ενώ επέβαλε εισφορά αλληλεγγύης ύψους 33% στα υπερκέρδη των εταιριών διύλισης για το 2023 που θα χρηματοδοτήσει επιδόματα για συνταξιούχους στο τέλος του έτους.
Τα παραπάνω οδηγούν στην εκτίμηση ότι ο Κ. Μητσοτάκης έχει ήδη αρχίσει να σκέφτεται την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και έχει αρχίσει να απεργάζεται σχέδιο αντιστροφής της αρνητικής εικόνας της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή στον χώρο της αντιπολίτευσης έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για τη δημιουργία ενός μετωπικού σχήματος που θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τη Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εθνικές εκλογές. Πρόκειται για ένα πραγματικό λαϊκό αίτημα που διατυπωνόταν πολύ συχνά και στην επαφή που είχαμε με τους πολίτες εν μέσω της προεκλογικής περιόδου. Δεν πρόκειται για ένα κατασκευασμένο αίτημα από τα μίντια ή εξωθεσμικά συστήματα, αλλά μία λογική απαίτηση των προοδευτικών πολιτών που επιθυμούν αλλαγή στις ζωές τους. Και η λογική έγκειται στο ότι αφού από μόνοι σας δεν μπορείτε να ανταγωνιστείτε εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία, «βρείτε τα» για να την κερδίσετε στις επόμενες εκλογές.
Ενα τέτοιο αίτημα βάζει στο προσκήνιο την κυβερνητική προοπτική ενός ανταγωνιστικού πόλου. Μέσα από τις δημόσιες εκφωνήσεις διαφόρων πολιτικών στελεχών ακούγονται προτάσεις που περιλαμβάνουν πρόσωπα, ηγεσίες και λειτουργικά μοντέλα. Δυστυχώς όμως, ο τρόπος με τον οποίο ξεκινά αυτή η συζήτηση μέσω δημόσιων παρεμβάσεων φαίνεται ότι ξεχνά τα μείζονα και περιορίζεται σε ζητήματα δευτερεύοντα. Και προφανώς το μείζον σε μία τέτοια συζήτηση είναι το πολιτικό περιεχόμενο, το πολιτικό σχέδιο και η διατύπωση ενός σχεδίου -κυριολεκτικά- εναλλακτικού απέναντι στην διακυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη και την ηγεμονία της Δεξιάς. Αν το ζήτημα είναι να αλλάξουν απλώς οι διαχειριστές της διακυβέρνησης και η νομή της εξουσίας, τότε ούτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να πέσει και ενδεχομένως δεν θα υπήρχε και λόγος.
Σε μία τέτοια συζήτηση προφανώς οι παγίδες είναι προφανείς. Ηδη ο τρόπος με τον οποίο πλαισιώνεται και τιτλοφορείται αυτή η συζήτηση ως «διάλογος για την Κεντροαριστερά» καταδεικνύει τα προφανή όρια μίας τέτοιας πρωτοβουλίας. Ο όρος «κεντροαριστερά» στην χώρα μας εκτός της φθοράς που έχει υποστεί από τις ιστορικές καταχρήσεις και τα αποτυχημένα εγχειρήματα υποκρύπτει μία τάση για πολιτικές «των μέσων όρων». Στη σημερινή συγκυρία αν κάτι μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία και να την εμπνεύσει είναι ένα πολιτικό σχέδιο που θα βάζει στο επίκεντρο τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας, της δημοκρατίας και της ειρήνης, χωρίς μισόλογα, συνοδεύοντας τα με τις απαιτούμενες ρήξεις και τομές. Οχι πολιτικά σχέδια ξαναζεσταμένα και χιλιοφορεμένα, αλλά ανταγωνιστικά ως προς το περιεχόμενο της πολιτικής και τη στρατηγική κατεύθυνση της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη.
Η μάχη αυτή είναι ιδεολογική και προγραμματική. Για να μπορέσει να υπάρχει νόημα σε οποιαδήποτε συζήτηση το πολιτικό πλαίσιο και το στίγμα είναι αυτό που πρέπει να μπαίνει μπροστά και όχι οργανωτικά και προσωποκεντρικά ζητήματα.
Για τη Νέα Αριστερά το ελάχιστο πλαίσιο πολιτικού διαλόγου οριοθετείται από 4 άξονες:
- Τον αγώνα για την ειρήνη και την μάχη ενάντια στην μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μία πολεμική οικονομία. Αυτό σημαίνει πλήρη αντίθεση με εξοπλιστικές κούρσες που καθιστούν την χώρα μας δέσμια συμφερόντων και υποθηκεύουν τα δημόσια οικονομικά για τις επόμενες γενιές. Στο μεταίχμιο που βρισκόμαστε είναι σημαντικό να υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις για το αν η Ελλάδα πρέπει να αγοράζει F-35 ή να ενισχύει το δημόσιο σύστημα υγείας.
- Το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή τα ζητήματα που αφορούν την εργασία, το κοινωνικό κράτος αλλά και το φορολογικό σύστημα ως μηχανισμό αναδιανομής του εισοδήματος. Με δεδομένη την κοινωνική κατάσταση εξαιτίας της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και της φτωχοποίησης στα χρόνια των Μνημονίων, έχει φτάσει η στιγμή για να προωθηθεί επιτέλους ένα μοντέλο κοινωνικής δικαιοσύνης που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, να διασφαλίζει αξιοπρέπεια και ασφάλεια και να βάζει τις βάσεις για την ευημερία και την ανάπτυξη.
- Την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Τα ζητήματα που αφορούν την παραγωγή και την κατανάλωση της ενέργειας, τον περιορισμό των ρύπων, την άρνηση στις εξορύξεις, την προστασία του νερού ως δημόσιο αγαθό, τον σεβασμό των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, τη θωράκιση από φυσικές καταστροφές πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο σε ένα πρόγραμμα ανταγωνιστικό απέναντι στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη. Και κυρίως να διασφαλίζουν ότι είναι κοινωνικά βιώσιμα, ειδάλλως δεν θα μπορέσει να υπάρξει ουσιαστική πράσινη μετάβαση.
- Την υπεράσπιση του κράτους δικαίου, των θεσμών και των ανεξάρτητων αρχών, ειδικότερα απέναντι σε μία κυβέρνηση που έχει δημιουργήσει συνθήκες διάβρωσης και περιδίνησης της δημοκρατίας στην χώρα μας. Να αναπτύξουμε τα θεσμικά αλλά και τα κοινωνικά αντίβαρα για να θωρακίσουμε τη δημοκρατία.
Και όλα τα παραπάνω προφανώς δεν μπορούν να γίνουν με συμφωνίες κορυφής και από τα πάνω. Η Νέα Αριστερά έγκαιρα είχε μιλήσει για τη σημασία σύναψης μετώπων με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιστέκονται στην πολιτική της Δεξιάς. Η λαϊκή κινητοποίηση, η συμμετοχή σε κοινωνικές διεργασίες και σε μαζικούς χώρους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών ευόδωσης ενός πολιτικού μετώπου. Στο πλαίσιο αυτό, η Νέα Αριστερά θεωρεί πως είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός «χώρου δράσης και διαλόγου της Αριστεράς», έτσι ώστε αριστερές οργανώσεις και κόμματα, καθώς και ανένταχτοι/ες να μπορούν να συνυπάρχουν, να συζητούν και να δρουν, μέσα -ακόμη- και από τις διαφωνίες τους.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν για εμάς δικαιολογία για να εξαιρεθούμε από την συζήτηση. Αποτελούν την απόδειξη ότι παίρνουμε την συζήτηση στα σοβαρά και ενδιαφερόμαστε για μία πραγματική εναλλακτική στην σημερινή κατάσταση.Η Νέα Αριστερά έχει στρατηγική συμμαχιών, με όρους και προϋποθέσεις, και αυτό την διαφοροποιεί από κόμματα της Αριστεράς που υψώνουν αυτάρεσκα τείχη ικανοποιώντας την αυτοαναφορικότητά τους, αλλά και από όσους απεργάζονται μια διάχυση σε ευρύτερες «κεντροαριστερές συμμαχίες».
Σε αυτή την συζήτηση παίρνουμε πρωτοβουλίες από το έδαφος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μιας ανοιχτόμυαλης Αριστεράς που πιστεύει σε συμμαχίες με κοινωνικές δυνάμεις, με δυνάμεις της διάσπαρτης και κριτικής Αριστεράς, της Πολιτικής Οικολογίας και της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας.
Σε αυτή τη συζήτηση προσερχόμαστε με όρους οργανωτικής και πολιτικής αυτονομίας αλλά και διακριτής πολιτικής παρουσίας. Σενάρια ρευστοποίησης και διάχυσης δεν μας αφορούν.
- Οργανόγραμμα, προτεραιότητες, παρεμβάσεις για τη συγκρότηση της Νέας Αριστεράς
Οπως είχαμε αποφασίσει στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές τίθεται ως προτεραιότητα η οργάνωση και η συγκρότηση του κόμματος, διαδικασία η οποία, λόγω του εκλογικού αποτελέσματος, είναι ίσως πιο δύσκολη αλλά βεβαίως και πλέον επιτακτική και αναγκαία.
Η απόφασή μας για Συνέδριο στα μέσα Οκτώβρη του 2024 ανταποκρίνεται στην ανάγκη για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη του κόμματός μας, ανεξάρτητα από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις. Πλην όμως καθίσταται φανερό ότι θα αλληλοεπιδρά με όλη την πολιτική περίοδο και τις πυκνές πολιτικές διεργασίες διεθνώς και στη χώρα μας.
Η υπόθεση της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση πολλών. Για να επανέλθουν ορμητικά στο προσκήνιο οι ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Για να μιλήσουμε ξανά για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, για το όραμα του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία, σε πλήρη αντιπαράθεση με τη νεοφιλελεύθερη και καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Η προετοιμασία για το Συνέδριο πρέπει να ξεκινήσει άμεσα με σχετική απόφαση του Π.Κ. για την Επιτροπή Οργάνωσης και τις επιμέρους Επιτροπές που θα εκπονήσουν τις προτάσεις για τις πολιτικές θέσεις, τις προγραμματικές και τις καταστατικές αρχές του κόμματος. Είναι αυτονόητο ότι θα αξιοποιηθούν όλες οι επεξεργασίες, οι πολιτικές αποφάσεις και οι προεκλογικές προγραμματικές δεσμεύσεις που μέχρι τώρα έχουν προσδώσει διακριτή ταυτότητα στη Νέα Αριστερά.
Η διαδικασία μέχρι το Συνέδριο με δημόσιο διάλογο, με σχετικές θεματικές εκδηλώσεις, δημοσιεύσεις και εσωτερική συζήτηση στις οργανώσεις πρέπει να αφορούν και στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Ισότιμα με άτομα που στήριξαν δημόσια το εγχείρημά μας ή δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο άλλων οργανώσεων της ευρύτερης Αριστεράς και της Πολιτικής Οικολογίας.
Το συνέδριο της Νέας Αριστεράς, στην ουσία ιδρυτικό, είναι ικανή και αναγκαία αφορμή για επανεκκίνηση της προσπάθειάς μας. Το 1ο συνέδριο, άλλωστε, δεν αφορά αποκλειστικά τα μέλη της Νέας Αριστεράς. Απευθυνόμαστε σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής, μη ενταγμένης Αριστεράς, σε ανθρώπους των κοινωνικών κινημάτων, του φεμινισμού και της ριζοσπαστικής οικολογίας. Τους καλούμε να συμμετάσχουν ισότιμα και από την ίδια αφετηρία με εμάς, στο δημόσιο διάλογο και στις εσωτερικές διαδικασίες.
Εχει ιδιαίτερη σημασία για τη δημόσια ορατότητα και υποστήριξη της αναγκαιότητας ύπαρξης του κόμματός μας ο πολιτικός σχεδιασμός των πρωτοβουλιών και των παρεμβάσεων της Κ.Ο. Η διακριτή, επεξεργασμένη και ριζοσπαστική θέση μας για τα μεγάλα θέματα της οικονομίας, του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας είναι σημαντικό πεδίο για τη διαμόρφωση μέσα κι έξω από τη Βουλή της προγραμματικής ταυτότητας και για την αύξηση της επιρροής του κόμματος.
Η ενθάρρυνση και η μαζική συμμετοχή σε πολύμορφες κοινωνικές δραστηριότητες και κινητοποιήσεις αυτή την περίοδο αποτελούν σαφή προτεραιότητα που ανατροφοδοτείται με τη δράση της Κ.Ο. και τις δημόσιες παρεμβάσεις που εκφράζουν τη συλλογικότητά μας.
Επείγουσα επίσης είναι, μετά από επεξεργασία και απόφαση του Π.Κ., η διαμόρφωση επικοινωνιακής πολιτικής. Η ανάθεση χρεώσεων που αφορούν στο Γραφείο Τύπου, την επιρροή στα s.m., τη διαμόρφωση «φιλικού» σάιτ, τις σχέσεις με τον Τύπο και τα ηλεκτρονικά μέσα και βέβαια ιδιαιτέρως την αξιοποίηση και υποστήριξη της «Εποχής».
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν στις γραμμές μας συντρόφισσες και σύντροφοι με δυνατότητες και εμπειρία για τη διαμόρφωση ενός Κέντρου για θεωρητικές και προγραμματικές επεξεργασίες σε οργανική επαφή μάλιστα με αντίστοιχα Κέντρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αξιοποίηση ιδιαίτερα νέων συντρόφων και φίλων, ιστορικών, συγγραφέων και γενικότερα ανθρώπων του πολιτισμού συνιστά επίσης προτεραιότητα για τη συσπείρωση νέων, μη συστημικών, δυνάμεων της διανόησης για τη θεωρητική εμβάθυνση και τον προγραμματικό εμπλουτισμό, την αναθεμελίωση της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι δύο παραπάνω αναφορές στη σημασία διαμόρφωσης επικοινωνιακού επιτελείου και ενός Κέντρου θεωρητικών και πολιτικών επεξεργασιών αναδεικνύουν ως ακόμη πιο σοβαρή και επιτακτική την ανάγκη για τη στήριξη του εγχειρήματός μας με οικονομικούς πόρους. Το σοβαρό αυτό ζήτημα πρέπει άμεσα να εξεταστεί ώστε να συγκροτηθεί μια πολιτική που θα μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά, με διαφάνεια και μέσα από τη συλλογικότητα, τις αναγκαίες και προφανείς ανάγκες που προκύπτουν στο οργανόγραμμα για τη συγκρότηση του κόμματός μας.
Η καθαυτή οργανωτική συγκρότηση της Νέας Αριστεράς προϋποθέτει τη συχνή και καλά προετοιμασμένη λειτουργία των πολιτικών οργάνων σε όλη την κλίμακα. Την ενεργοποίηση των δικτυώσεων και των γραμματειών τους όπως και των ιδιαίτερων τομέων ευθύνης και τμημάτων επεξεργασίας πολιτικής, ιδιαίτερα βέβαια τη λειτουργία των οργανώσεων του κόμματος. Λειτουργία δημοκρατική και αποτελεσματική που να εμπεριέχει τη διάθεση για προσφορά και χρόνο και κυρίως την αξιοποίηση των δυνατοτήτων όλο και περισσότερων στελεχών και μελών μας για δημιουργική, όχι τυπική και στείρα, συμμετοχή με διάθεση συμβολής και σύνθεσης.
Επίσης πρέπει να υπηρετηθεί με συνέπεια και ο στόχος της κοινωνικής γείωσης που υπήρξε αδυναμία, ανεξαρτήτως των εκλογικών αποτελεσμάτων, σε όλες τις προηγούμενες φάσεις. Προς τούτο πρέπει να λειτουργήσουν αυτόνομα τομείς οργανωτικού για την πανελλαδική παρέμβαση σε κρίσιμους χώρους όπως το εργατικό κίνημα, η τοπική αυτοδιοίκηση, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων. Το Οργανωτικό Γραφείο πρέπει, με την εμπειρία μάλιστα που έχει αποκτηθεί μέχρι τώρα, να οργανώνει την πολιτική εξόρμηση, τις εκδηλώσεις, την ενημέρωση των κομματικών οργανώσεων και την πολιτική για την πολύπλευρη ανάπτυξη του κόμματος.
Ενισχυτική για τη διαμόρφωση των δομών του εγχειρήματός μας είναι η άμεση καταγραφή των κομματικών δυνάμεων, των κοινωνικών αναφορών και των αναγκαίων παρεμβάσεων. Επίσης η συστηματική αξιοποίηση και ανάθεση ρόλων σε ένα ευρύτερο νέο δυναμικό συντροφισσών και συντρόφων, ενδεικτικά σημειώνουμε τα σημαντικά από κάθε άποψη στελέχη που περιείχε το ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος.
Η συγκρότηση των οργανώσεών μας δεν γίνεται εν κενώ και μάλιστα ως μία κατ’ εξοχήν εσωτερική διαδικασία. Το επιμέρους πολιτικό σχέδιο για καθεμία από τις δομές, κεντρικά, περιφερειακά και τοπικά, πρέπει να ενισχύει τον «ανοιχτό» χαρακτήρα του κόμματός μας. Να περιλαμβάνει και να ανατροφοδοτείται με πρωτοβουλίες δημόσιες, με κοινωνική απεύθυνση, ενδεικτικά για την ειρήνη, την ακρίβεια, τη στέγη, το μεταναστευτικό, θεσμικές αιχμές όπως τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας και το κράτος δικαίου. Επίσης με δημόσιες συζητήσεις π.χ. για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς ατζέντας ή για την «υποστολή» της συμμετοχής στην πολιτική δράση και τις εκλογές, ιδιαίτερα των νέων.
Πέραν της αυτονόητης ανάγκης εκτιμούμε ότι είναι και ρεαλιστική η στήριξη και η ανάπτυξη της νεολαίας της Νέας Αριστεράς. Η δεδομένη αντίληψή μας για την αυτονομία στη συγκρότηση και τη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος της νεολαίας σε αναφορά συνολικά με αυτή την κοινωνική κατηγορία, συνηγορούν στην ανάγκη για άμεση εκπόνηση, από κοινού, ενός πολιτικού σχεδίου ανάπτυξης και πολιτικής παρέμβασης σ’ αυτόν τον χώρο. Ενδεικτικά σημείο αυτού του σχεδίου μπορεί να είναι ο προγραμματισμός για τη διαμόρφωση κάποιων Κέντρων Πολιτισμού της σύγχρονης νεολαίας, η ανάπτυξη επιλεγμένων μετώπων κινηματικής δράσης και επίσης για το προσεχές διάστημα η οργάνωση συζητήσεων και πολιτιστικών, εν είδει φεστιβαλικών, εκδηλώσεων.