Πέτη Πέρκα: «Ακόμα μία νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και συγκεκριμένων μερίδων του ιδιωτικού κεφαλαίου της χώρας»

Τοποθέτηση στην πρώτη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής & Εμπορίου της Βουλής για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης σχετικά με την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρίες, τις προσαρμογές των κριτηρίων μεγέθους για τις πολύ μικρές, τις μικρές, τις μεσαίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις ή ομίλους και το καθεστώς των εμβληματικών επενδύσεων

Με την παραίνεση στους Βουλευτές να μην ‘παρασυρθούν’ από τον, επιφανειακά, τεχνικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου και να το δουν ως κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, ξεκίνησε την τοποθέτησή της η Βουλεύτρια Φλώρινας και Γραματέας της Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς.

Διάβασε αποσπάσματα από την έκθεση Πισσαρίδη, που αναφέρουν ότι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας σχετίζεται με το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις.

«Το σχέδιο Πισσαρίδη αποτέλεσε τον οδικό χάρτη γύρω από τον οποίο οργανώθηκε το σχέδιο Ελλάδα 2.0 και η κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Μάλιστα, η κυρία Διαμαντοπούλου το εξύμνησε πρόσφατα και δήλωσε ότι η κυβέρνηση το έβαλε ‘στον κάλαθο τον αχρηστών’. Εμείς διαφωνούμε μ’ αυτό, αφού πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ χρησιμοποιεί τις κατευθύνσεις της συγκεκριμένης έκθεσης ως ‘πυξίδα’ στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί, μέσα από τις νομοθετικές της παρεμβάσεις, να αναδιαρθρώσει τη δομή του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σημερινό σχέδιο νόμου; Νομίζω ότι και αυτό έχει νόημα να το κοιτάξουμε μέσα από το ίδιο πρίσμα, μέσα δηλαδή από την οπτική της εύνοιας της κυβέρνησης υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας και της μέριμνας για τις προτεραιότητες συγκεκριμένων μερίδων του ιδιωτικού κεφαλαίου της χώρας».

«Προφανώς πολλές από τις ρυθμίσεις του νόμου είναι διαδικαστικού χαρακτήρα καθώς, πράγματι, ενσωματώνουν Οδηγίες ή προσπαθούν να παρέμβουν σε διαφορετικές αρρυθμίες. Παράλληλα όμως, περιλαμβάνονται και άσχετες, συχνά ‘ύποπτες’, διατάξεις που προσπαθούν να ‘θωπεύσουν’ συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα», είπε χαρακτηριστικά.

Στάθηκε στον κύριο ‘κορμό’ του νομοσχεδίου, που αφορά στην ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των τελευταίων Οδηγιών αναφορικά με τις εκθέσεις βιωσιμότητας των εταιριών του ιδιωτικού τομέα. «Στην περίπτωσή μας, η ενσωμάτωση αυτή γίνεται με απολύτως άναρχο τρόπο. Η κυβέρνηση, όχι μόνο καθυστερεί σήμερα να ενσωματώσει αυτές τις Οδηγίες, αλλά τις καταθέτει προς ψήφιση όταν πλέον η υποχρέωση των επιχειρήσεων για δημοσιότητα για την τρέχουσα χρονιά έχει παρέλθει.

Η ελληνική εκδοχή της ενσωμάτωσης γίνεται, ταυτόχρονα, και με τρόπο χαοτικό γιατί οι προβλέψεις του νόμου αφορούν ένα διευρυμένο πεδίο ελεγκτικών επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνουν τόσο τους ορκωτούς ελεγκτές όσες και τις εταιρίες πιστοποίησης. Οπότε, στο τέλος της ημέρας είναι ασαφές ποιες εταιρίες είναι αρμόδιες για τη σύνταξη των εκθέσεων βιωσιμότητας, ποιο είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον έλεγχό τους από την Πολιτεία και ποιος είναι ο φορέας που τις ελέγχει. Παράπλευρη συνέπεια αυτής της ασάφειας είναι και ένα άτυπος και άδικος ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών κλάδων για το ποιανού ύλη θα αποτελέσουν οι εκθέσεις βιωσιμότητας – μια ματιά στη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου είναι αποκαλυπτική επ’ αυτού.

Tις επόμενες μέρες θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και τις ευθύνες της κυβέρνησης για την κατάθεση ενός νομοσχεδίου ‘μανδαρίνικου’, ας μου επιτραπεί η έκφραση, και ακατανόητου, όταν θα μπορούσε να φέρει μαζί με τις τροποποιήσεις και μια κωδικοποίηση της νομοθεσίας», σημείωσε κλείνοντας τα περί εκθέσεων βιωσιμότητας.

Σε ό,τι αφορά το μέρος του νομοσχεδίου που αφορά στην «αμφιλεγόμενη», όπως τη χαρακτήρισε, τροποποίηση των νομικών ορίων που προσδιορίζουν το ύψος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, τόνισε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι μια απλή τιμαριθμοποίηση των ορίων, όπως ισχυρίζεται η εισηγητική έκθεση του νόμου.

«Ολοι γνωρίζουμε ότι οι νομικοί ορισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν αντιστοιχούν στην Ελληνική πραγματικότητα – μια μικρή επιχείρηση στην Γερμανία είναι μια μεγάλη επιχείρηση σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη. Η μορφή μάλιστα της ενσωμάτωσης των ευρωπαϊκών ορισμών στην ελληνική έννομη τάξη ήταν πάντοτε ‘large’ ενάντια στο πνεύμα των σχετικών ευρωπαϊκών Οδηγιών που καλούσαν τους εθνικούς νομοθέτες να προσαρμόσουν αυτά τα όρια στις πραγματικότητες των εθνικών οικονομιών τους.

Αυτό είχε πάντοτε το αποτέλεσμα ο Ελληνας νομοθέτης να περιλαμβάνει περίπου το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων στην κατηγορία Μικρομεσαίες. Και, ως γνωστόν, αν όλες οι επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες, τότε καμία δεν είναι μικρομεσαία και κανένα εργαλείο δημόσιας πολιτικής δεν μπορεί να σχεδιαστεί ώστε να στοχεύσει ειδικά αυτούς τους οικονομικούς δρώντες.

Αυτό περίπου κάνει το συγκεκριμένο κεφάλαιο του νομοσχεδίου λοιπόν. Διευρύνει τα όρια των ορισμών και το κάνει την πιο περίεργη στιγμή. Την ώρα δηλαδή που η κυβέρνηση υποτίθεται ότι έχει καταθέσει ένα νόμο που αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και των «οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος» όπως τις ορίζει ο νόμος, κάνει ταυτόχρονα και ένα τεράστιο άνοιγμα, εξαιρώντας τις περισσότερες επιχειρήσεις από αυτές τις υποχρεώσεις, μειώνοντας τη διαφάνεια και ακυρώνοντας το σκεπτικό του ίδιου της του νόμου».

Η Π. Πέρκα ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της, με εκτενή αναφορά στο μέρος του νομοσχεδίου που αφορά στο «νεφελώδες» καθεστώς των εμβληματικών επενδύσεων, υποστηρίζοντας ότι είναι άλλος ένας τρόπος της κυβέρνησης να ευνοήσει προνομιακούς συνομιλιτές της στον ιδιωτικό τομέα.

«Το καθεστώς αυτό είναι ένα μεγάλο ‘παράθυρο’ εξαίρεσης από την πεπατημένη των κρατικών ενισχύσεων. Ενώ δηλαδή παραδοσιακά οι κρατικές ενισχύσεις συνιστούσαν ένα σύστημα που μοίραζε με αντικειμενικά κριτήρια χρήμα, με βασική μέριμνα την άρση των περιφερειακών ανισοτήτων, οι εμβληματικές επενδύσεις κινούνται στον αντίποδα αυτών των κατευθύνσεων. Είναι, επί της ουσίας,a la carte αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας, που μόνη της αποφασίζει ότι ο χ ή ο ψ είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ελληνική οικονομία.

Αυτό το σάπιο και τριτοκοσμικό θεσμικό πλαίσιο που ‘μυρίζει’ πελατειακό κράτος από μακριά, διευρύνεται με το σημερινό νόμο και διευρύνεται προς κατευθύνσεις εξαιρετικά ‘ύποπτες’. Γιατί, αν και είναι προφανές ότι κανείς, και σίγουρα όχι εμείς, δεν θα έλεγε όχι στην ενίσχυση της μετάβασης της ελληνικής οικονομίας σε ένα πρότυπο κυκλικότητας, είναι ακατανόητος ο λόγος για τον οποίο ως εμβληματικές πρέπει να νοούνται οι εξορυκτικές επιχειρήσεις ή οι ναυπηγικές.

Και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, είναι προφανές ότι οι εξορυκτικές και οι ναυπηγικές επιχειρήσεις στη χώρα μας είναι μετρημένες. Το ελληνικό κράτος έχει ήδη κάνει ότι περνάει από το χέρι του για την εξαγορά των 3 ναυπηγείων της χώρας μας και δεν προκύπτει από πουθενά η ανάγκη να επιδοτήσουμε αυτές τις επιχειρήσεις με αδιαφανή κριτήρια και χωρίς υποχρεώσεις για τις ίδιες.

Ούτε αισθανόμαστε άνετα, όταν γνωρίζουμε την εύνοια με την οποία έχει περιλάβει η κυβέρνηση την εταιρία Ελληνικό Χρυσός. Μια εταιρία που, αντί να κηρυχθεί έκπτωτη για παραβίαση των υποχρεώσεων της έναντι της ελληνικής Πολιτείας, η ελληνική κυβέρνηση την απάλλαξε από τις υποχρεώσεις της.

Είναι λογικό λοιπόν και εμείς να υποπτευόμαστε ότι σήμερα νομοθετούμε νέα δυνητικά προνόμια για αυτούς τους φίλους της κυβέρνησης. Επειδή όμως όλα αυτά είναι υποθέσεις, θα παρακαλούσα ο κύριος Υπουργός, πριν πάει το νομοσχέδιο στην Ολομέλεια, να μας έχει απαντήσει επακριβώς ποιες επιχειρήσεις επιθυμεί να ευνοήσει οι κυβέρνηση μέσα από τις εν λόγω ρυθμίσεις».

Δείτε εδώ το video: https://youtu.be/1S6PGSEHAX0

Μοιράσου το: