Ομιλία του Νίκου Φίλη, υποψήφιου ευρωβουλευτή στην εκδήλωση της Νέας Αριστεράς για το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας

Στην αρχή της ομιλίας μου θέλω να ευχαριστήσω το Πάντειο Πανεπιστήμιο για τη φιλοξενία της εκδήλωσης, που συνιστά ένα δείγμα ενίσχυσης της ελεύθερης διακίνησης ιδεών στο Πανεπιστήμιο καθώς και μέτρο εξωστρέφειάς του. Πληροφορηθήκαμε, μάλιστα, με ιδιαίτερη ικανοποίηση τη συμφωνία που συνήψε το Πάντειο με το φημισμένο Πανεπιστήμιο Columbia των ΗΠΑ κάτι που αποδεικνύει το επίπεδο που έχει κατακτήσει το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο. Να πω επίσης ότι η συγκινητική και ηρωϊκή κινητοποίηση των φοιτητών και των καθηγητών του Columbia και πολλών άλλων μεγάλων Πανεπιστημίων των ΗΠΑ για τη σφαγή στην Παλαιστίνη ήταν μια σημαντική παγκόσμια δημοκρατική συνεισφορά, μια αληθινή «αριστεία».
Η εξωστρέφεια των Πανεπιστημίων μας και οι διεθνείς συνεργασίες τους είναι θεμέλιος λίθος της ύπαρξής τους εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ανακαλύφθηκαν από τον κ. Μητσοτάκη, την κυρία Κεραμέως ή τον κ. Πιερρακάκη, όπως δημαγωγικά ισχυρίζεται η ΝΔ. Ούτε, βέβαια, συνιστά εξωστρέφεια η ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, έξω από κάθε ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή παράδοση, κάνοντας κουρελόχαρτο το άρθρο 16. του Συντάγματος.

Και τώρα στο θέμα μας

1. Οι παρεμβάσεις της Εκκλησίας στη δημόσια ζωή απότοκο της εθνοθρησκευτικής ιδεολογικής αντίληψης. Πολλές αφορμές δίνονται καθημερινά από τις εκκλησιαστικές παρεμβάσεις στη δημόσια ζωή. Θυμίζω ορισμένες και κορυφαίες: Η εναντίωση εκκλησιαστικών παραγόντων στον εμβολιασμό και τις δημόσιες πολιτικές κατά της πανδημίας. Η εναντίωση της Ιεραρχίας στο νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Λίγα χρόνια πριν εν σώματι η Ιεραρχία συμμετείχε στα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κι ακόμη πιο πριν εν σώματι και πάλι η Ιεραρχία είχε προκαλέσει τις γνωστές λαοσυνάξεις και το άτυπο δημοψήφισμα κατά των νέων ταυτοτήτων καθώς και τις αντιδράσεις στο σχέδιο Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία. Σε αυτό το συνεχές των παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο και στην πολιτική, εγγράφεται και η «Ιερά οργή» για τη μεταρρύθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των εκκλησιαστικών πολιτικών κινήσεων είναι η αντίληψη ότι η Ορθοδοξία, που παλαιότερα εθεωρείτο «μητέρα-τροφός του Γένους» αποτελεί σήμερα τον άγρυπνο φύλακα του Εθνους. Για «Αγία Ελληνορθοδοξία» είχε μιλήσει ο Χριστόδουλος, και για «Δεξιά του Κυρίου», βεβαίως… Η ιδεολογική σχέση Εκκλησίας-Εθνους είναι βασική αρχή με την οποία η Ορθοδοξία θεμελιώνεται σε όλα τα κράτη που επικρατεί η Ορθοδοξία. Προσδίδει μάλιστα στο Εθνος υπερβατικό χαρακτήρα, με κάποιο τρόπο που αναγνωρίζει ιερότητα. Αυτή η εθνοθρησκευτική οπτική έρχεται σε αντίθεση όμως με την Οικουμενικότητα της Χριστιανικής Θρησκείας. Περιορίζει το μήνυμα του ιδρυτή της: Αντί για αγάπη εχθροπάθεια, ακόμη και απέναντι σε ομοδόξους, όπως π.χ. συμβαίνει στο Μακεδονικό ή το Ουκρανικό, όπου εκδηλώνεται διένεξη μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών ορθοδόξων.

2. «Νόμω κρατούσα Πολιτεία» ή πολιτευόμενη Εκκλησία; Στην Ελλάδα η Εκκλησία λειτουργεί ως ΝΠΔΔ. Δηλαδή, ως τμήμα της Δημόσιας Διοίκησης, με όλα τα προνόμια και την δεσπόζουσα θέση που εκπηγάζουν από μια θεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας Θρησκείας ότι πρόκειται για κανονιστική και όχι διαπιστωτική διάταξη παρά την περί του αντιθέτου γνωμοδότηση της Συνταγματικής επιστήμης, διότι αν το άρθρο 3 καθιερώνει τη Θρησκεία των πολιτών, τότε αντιβαίνει με το άρθρο 13 του Συντάγματος περί θρησκευτικής ελευθερίας. Μέσα στο πλέγμα της επικρατούσας Θρησκείας, παρά τη θεσμοθετημένη αρχή της «Νόμω κρατούσας Πολιτείας», η Εκκλησία διεκδικεί ρόλο πολιτευόμενης Εκκλησίας και το κράτος καταπίπτει σε θρησκευόμενο κράτος. Και αυτές οι παρεκβάσεις από το φιλελεύθερο κράτος είναι φυσικό να δημιουργούν αντιδράσεις στην εκκοσμικευμένη κοινωνία. Εξίσου σημαντικές με τις παρεμβάσεις είναι και οι ηθελημένες σιωπές της Εκκλησίας. Στις μέρες μας ακόμη να μιλήσει για την ανάγκη υπεράσπισης της « Ειρήνης του Σύμπαντος κόσμου» περί του οποίου δέεται στη Λειτουργία. Ούτε έχει βρει λόγο για τις γυναικοκτονίες, αλλά τάσσεται υπέρ των μισογυνικών θεωριών για τα δικαιώματα του «αγέννητου παιδιού». Ούτε μια λέξη δεν έχει βρει να πει η επίσημη Εκκλησία για άλλα φαινόμενα ακραίας κοινωνικής εκμετάλλευσης κι ακόμη για την επαπειλούμενη καταστροφή του Περιβάλλοντος, παρ` ό, τι αυτό συνιστά Ομολογία για την ύπαρξη του Θεού, σύμφωνα με τη χριστιανική Θεολογία. Σε αντίθεση με την πολιτική της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και άλλων αυτοκέφαλων Εκκλησιών (με πιο χαρακτηριστική τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησίας που λειτουργεί ως ισχυρός βραχίονας του μεγαλορωσισμού), το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει αναδείξει τα δύο αμαρτήματα της σύγχρονης εποχής, το κοινωνικό αμάρτημα (δηλαδή την εκμετάλλευση και τις ανισότητες) και το περιβαλλοντικό αμάρτημα. Αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω της ιστορίας και της συγκυρίας δεν υποτάσσεται σε εθνοκρατικά στερεότυπα, πολύ περισσότερο δεν συμφωνεί με τον εθνοφυλετισμό.

3. Οι θρησκείες σε μια εποχή «απομάγευσης» και τεράστιων κινδύνων για την ανθρωπότητα Στην Ευρώπη και την Ελλάδα μιλούν για την επιστροφή της Θρησκείας. Οχι όμως πάντοτε συγκροτημένης στην παραδοσιακή πυραμίδα της Εκκλησιαστικής οργάνωσης, αλλά και με τη μορφή του νομαδικού θρησκευτικού φαινομένου. Καταγράφονται πολλαπλές μορφές θρησκευτικότητας; Η λαϊκή και η συστημική, η ανορθολογική και η ορθολογική, η ατομική και η προσωπική ή κοινοτική. Σε έναν κόσμο που «απομαγεύεται», αναζητείται μια υπερβατική Ελπίδα. Κι ακόμη πιο πεζά: Σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται από την εκμετάλλευση στήνεται το φάντασμα του Πολέμου των Πολιτισμών. Και σε αυτόν τον αρχαϊκό πόλεμο η θρησκεία και κατ` επέκταση η Εκκλησία, προβάλλεται ως άμυνα στους «εισβολείς». Κι ακόμη η Εκκλησία, παρ` ό, τι είναι μέρος της κρίσης των θεσμών και των αξιών, βαφτίζεται ως το ανάχωμα της παράδοσης και η παρηγορητική δύναμη ότι θα ξαναβρούμε τη χαμένη κοινωνική ισορροπία. Παρ` ό, τι η μεταμοντέρνα κατάσταση αξιοποιεί τις αντιφάσεις του ορθολογισμού, η κοινωνική πραγματικότητα μας εγκαλεί όλους να σκύψουμε για να διαμορφωθούν εγκόσμιες δυνάμεις για την αλλαγή του κόσμου.

4. Ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας αιχμή του εκδημοκρατισμού των θεσμών του κράτους. Στην Ελλάδα η ιδιομορφία της επικρατούσας Θρησκείας, δίνει στην Εκκλησία τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται ως πολιτική και κοινωνική ομάδα πίεσης. Παρ` ό, τι η γενικότερη κρίση περιορίζει τη δύναμή της τα κόμματα, αντιμέτωπα με την υπέρτερη πολιτική κρίση αποφεύγουν να θέσουν το θέμα του χωρισμού του κράτους από την Εκκλησία. Μέσα από τις αντιπαραθέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία υπονομεύεται το κύρος της εκκλησιαστικής εξουσίας και ενισχύονται περιθωριακές δυνάμεις χριστιανικού λαϊκισμού και ορθόδοξου ζηλωτισμού. Στα συνταγματικά θέματα αναφέρθηκαν νωρίτερα έγκυροι συνταγματολόγοι και νομικοί. Υπάρχει όμως μια κατηγορία θεμάτων που επείγει να ρυθμιστούν ανεξαρτήτως της Συνταγματικής Αναθεώρησης. Πρόκειται για τη σχέση Παιδείας και Εκκλησίας, για τα οικονομικά και την Εκκλησιαστική περιουσία.
Ως προς το θέμα εκπαίδευσης-Εκκλησίας είναι αναγκαία η υπαγωγή της κρατικής εποπτείας στα Θρησκεύματα από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Ετσι θα δοθεί ένα μήνυμα ότι τα σχολεία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζονται από εκκλησιαστικούς κύκλους ως προαύλια των ναών. Επίσης, μετά μάλιστα την περιπέτεια με τα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών και την απόφαση του ΣτΕ, είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί το μάθημα της θρησκειολογίας, ένα μάθημα για τον θρησκευτικό γραμματισμό των παιδιών ώστε να μάθουν για τις θρησκείες και τον πολιτισμό τους και να καταλάβουν τις αγωνίες και τις αντιθέσεις του σύγχρονου κόσμου.
Η απόφαση του ΣτΕ απέρριψε τα προγράμματα σπουδών των Θρησκευτικών που είχαμε καταρτίσει σε συνεργασία με Θεολόγους της εκπαίδευσης και παιδαγωγούς, διότι, κατά τη γνώμη του ΣτΕ, το μάθημα πρέπει να έχει ομολογιακό, δηλαδή, κατηχητικό χαρακτήρα. Τέσσερα χρόνια μετά κι ακόμη το Υπουργείο Παιδείας, δεν έχει επεξεργαστεί το μάθημα Θρησκειολογίας το οποίο το ΣτΕ αναγκάστηκε να προτείνει εναλλακτικά ως προς το ομολογιακό μάθημα. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο προβάλλονται εμπόδια σε όσους μαθητές ζητούν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά για λόγους συνειδήσεως, καθώς το υπουργείο επιμένει ότι θα πρέπει να γίνεται επίκληση της θρησκευτικής συνείδησης, δηλαδή, η απαλλαγή να περιορίζεται μόνο στους αλλόθρησκους. Προσωρινή λύση έδωσε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που ζητά να γίνεται δεκτή η απαλλαγή για λόγους συνείδησης εν γένει και όχι μόνο για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.
Η Εκκλησία έχει καθιερώσει 10.000 οργανικές θέσεις Ιερέων που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και λαμβάνει πάνω από 200 εκ. ευρώ ετησίως από τον προϋπολογισμό. Στο ΕΣΥ οι θέσεις των ιατρών υπολογίζονται σε 12.000 και μειώνονται. Οι ιερείς φοβούνται ότι αν η μισθοδοσία τους μεταφερθεί στις Μητροπόλεις, χωρίς μάλιστα να υπάρξει εκδημοκρατισμός των θρησκευτικών δομών θα βρεθούν στο έλεος της Δεσποτοκρατίας.
Πιο περίπλοκο είναι το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η Εκκλησία ισχυρίζεται ότι έχει στην ιδιοκτησία της 1εκ. στρεμμάτων γης, τα περιβόητα «διακατεχόμενα», με αμφισβητούμενους τίτλους ιδιοκτησίας  που ανάγονται στο Βυζάντιο και τους Οθωμανούς. Χαρακτηριστικό ήταν το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου με τη λίμνη Βιστωνίδα. Αλλά και άλλες υφέρπουσες διεκδικήσεις Μητροπόλεων σε μεγάλες οικιστικές περιοχές και Δήμους της Δυτ. Αθήνας. Η ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τον τρόπο κτήσης. Δεν πρόκειται για αγροκτήματα, δάση και παραλίες που αγόρασε η Εκκλησία αλλά κατά κανόνα για δωρεές πιστών προκειμένου να διασωθούν από την Οθωμανική βουλιμία. Δηλαδή, πρόκειται για μια sui generis περιουσία, που η ρύθμισή της πρέπει να λάβει υπόψιν την ανάγκη διαφύλαξης του περιβάλλοντος. Υπάρχει τέλος το θέμα της Αναθεώρησης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συναρτάται με το νομικό καθεστώς, δηλαδή, αν θα παραμείνει ΝΠΔΔ. Ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, είναι εξ αντικειμένου στην αιχμή του εκδημοκρατισμού των θεσμών του Κράτους και της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών νοοτροπιών. Χρειάζεται μια πρωτοβουλία ευρείς συνεννόησης εν όψει συνταγματικής αναθεώρησης που θα ανοίξει του χρόνου. Με σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία, που αφορά όσους πιστεύουν όπου κι αν πιστεύουν αλλά και όσους δεν πιστεύουν. Με τη συνείδηση ότι είναι άλλη η ιδιότητα του πιστού και άλλη η ιδιότητα του πολίτη. Συνεπώς, πρέπει να είναι διακριτοί οι ρόλοι Εκκλησίας- Κράτους.
Ο χωρισμός θα προσδώσει κύρος στην Εκκλησία, διότι θα στηρίζεται στο ελεύθερο μήνυμα του Χριστού και όχι στην καταναγκαστική δύναμη του Κράτους. Και θα προσδώσει στο Κράτος ένα χαρακτηριστικό του φιλελεύθερου Κράτους Δικαίου, που ως διεκδίκηση αποτελεί αίτημα από τα χρόνια του Διαφωτισμού, της Ελληνικής Επανάστασης και του Κοραή. Γνωρίζω και από προσωπική πείρα ότι υπάρχει πάντοτε ο φόβος του πολιτικού κόστους. Αποδείχθηκε όμως ότι ούτε οι άτολμες προσπάθειες είναι αποδεκτές από τις εγκατεστημένες εξουσίες. Αναφέρομαι στην άτολμη συνταγματική αναθεώρηση που επιχειρήσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 3 που καταψηφίστηκε. Και στην αποπομπή μου από το υπουργείο Παιδείας μετά από απαίτηση της Ιεραρχίας. Αναφέρομαι επίσης και στην επιχειρηθείσα συμφωνία για την περιουσία που ήταν μονομερής υπέρ της Εκκλησίας, αλλά κι αυτή προσέκρουσε στην κομματική αντιδικία και στην αντίδραση Μητσοτάκη, ο οποίος τώρα κάνει προεκλογική εκστρατεία μαζί με την Εκκλησία, προφανώς υποσχόμενος αντιπαροχές…

Η Νέα Αριστερά, όπως είπε πριν ο Αλέξης Χαρίτσης επιμένει στο παλαιό πλην υπερώριμο αίτημα του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους και θα επιδιώξει ευρεία πολιτική συνεργασία και κοινωνική ενότητα για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Μοιράσου το: