Ερώτηση με πρωτοβουλία του Ν. Ηλιόπουλου: «Η εταιρεία Μellon Technologies συνεχίζει να παραβιάζει την εργατική νομοθεσία παρά το ότι η πρακτική αυτή στηλιτεύτηκε από το αρμόδιο Υπουργείο στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου».

Κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης με αριθ.πρωτ. 1372/09.09.2024 ο αρμόδιος Υφυπουργός παραδέχτηκε ότι αναφορικά με τις συμβάσεις εργασίας της εταιρείας Mellon διενεργήθηκε έλεγχος από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιά και διαπιστώθηκε ότι η σύμβαση, την οποία αναγκάστηκαν να υπογράψουν εργαζόμενοι της εταιρείας που απασχολούνται στην Εθνική Τράπεζα, περιέχει όρους που είναι παράνομοι.

Ειδικότερα, η παραβίαση του θεσμικού πλαισίου έγκειται στο ότι οι μηνιαίες αποδοχές περιλαμβάνουν και καλύπτουν τις υπερωρίες και κάθε τυχόν πρόσθετη μη συναφή εργασία και συνεπώς δεν οφείλεται για αυτή άλλη αμοιβή πέραν του ανωτέρου ποσού, όπως αναγράφει χαρακτηριστικά η παράνομη τροποποιητική σύμβαση. Οπως μάλιστα γνωστοποιείται σε επιστολή του Συλλόγου Δανειζομένου Προσωπικού Τραπεζικού Τομέα τόσο προς τον Υφυπουργό όσο και προς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, η προθεσμία δέκα ημερών που το ΣΕΠΕ έδωσε στη Mellon ώστε να συμμορφωθεί με το νομικό πλαίσιο, παρήλθε άπρακτη, καθώς ουδείς εργαζόμενος/η της εταιρείας Mellon που εργάζεται για λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας έχει παραλάβει σύμβαση εργασίας με επαναδιατύπωση όρων. Αντ’ αυτού η επιχείρηση απέστειλε μια παντελώς ανίσχυρη νομικά επιστολή, με την οποία αποπειράται να καθησυχάσει τους εργαζόμενους για τις προθέσεις της, γεγονός που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την διόρθωση και την αποστολή της νέας σύμβασης χωρίς να περιέχονται σε αυτή παράνομοι όροι.

Πέραν του γεγονότος ότι η ανωτέρω πρακτική αποτελεί μια προσπάθεια να καμφθεί περίτεχνα η ουσία των νομικών και θεσμικών επιταγών που συνοδεύουν τη σχέση κεφαλαίου εργασίας σε μια κατεύθυνση πρόσθετης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, εν προκειμένω η άρνηση συμμόρφωσης της εν λόγω επιχείρησης στις υποδείξεις του ΣΕΠΕ αποτελεί μια κολοσσιαία απαξίωση του κοινοβουλίου και του ρόλου του, καθώς και του ίδιου του Υπουργείου.

Η απαίτηση να συναινούν εργαζόμενοι, που δεν διαθέτουν άλλες πηγές αναπαραγωγής πλην του μισθού τους (οι αποδοχές τους είναι της τάξης των 800-900 ευρώ), σε συμβάσεις με μηνιαίες αποδοχές που περιλαμβάνουν την υπερεργασία, την υπερωρία, την κυριακάτικη απασχόληση, την εργασία νύχτα ή αργία και την ετοιμότητα προς εργασία, δηλαδή σε όρους προδήλως καταχρηστικούς, είναι ένα εργαλείο πειθαναγκασμού και ενταντικοποίησης της εργασίας με στόχο την πρόσθετη κερδοφορία. Υπάρχει, όμως, και ένα φυσικό, ιστορικό και πολιτισμικό όριο στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και αυτό το όριο είναι επιτακτικό να καταστεί σαφές στην εν λόγω εταιρεία, αλλά και γενικότερα στις επιχειρήσεις, ώστε να μην λαμβάνουν ένα σινιάλο για απεριόριστες δυνατότητες αυθαιρεσίας.

Κατόπιν αυτών, ερωτάται η αρμόδια Υπουργός:
● Προσκομίστηκαν οι επαναδιατυπωμένες συμβάσεις εργασίας στο ΣΕΠΕ και εάν δεν έχουν προσκομισθεί στην ανεξάρτητη αρχή οι συμβάσεις με επαναδιατύπωση των όρων, έχουν επιβληθεί διοικητικές κυρώσεις και ποιες είναι αυτές;
● Ποια πρόσθετα μέτρα είναι είναι δυνατό να ληφθούν για την άμεση συμμόρφωση της επιχείρησης;
● Είναι υποχρεωμένη η εταιρεία να αποστείλει προς υπογραφή και στους εργαζόμενους/ες –και όχι μόνο στο ΣΕΠΕ – νέα σύμβαση, ακυρώνοντας την προηγούμενη;
● Πως σκοπεύει να παρέμβει το Υπουργείο σας στο πλαίσιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε να ενισχύσει το θεσμικό πλαίσιο και το εργατικό δίκαιο στην κατεύθυνση της αποφυγής της δυνατότητας των επιχειρήσεων να αυθαιρετούν;

 

Οι ερωτώντες βουλευτές
Αθανάσιος (Νάσος) Ηλιόπουλος
                                                                                                                                   Αθανασία (Σία) Αναγνωστοπούλου                                                                                                                               Χουσεΐν Ζεϊμπέκ
Θεοπίστη (Πέτη) Πέρκα
Δημήτριος Τζανακόπουλος
Μερόπη Τζούφη
Θεανώ Φωτίου

Μοιράσου το: