Σημεία ομιλίας της Ε. Αχτσιόγλου, κοιν. εκπροσώπου της Νέας Αριστεράς στη συζήτηση του Προϋπολογισμού του 2025 στη Βουλή
«Με τον Προϋπολογισμό του 2025 η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει σταθερά την πολιτική της. Οσοι φέτος είδαν τον μισθό τους να τελειώνει πριν το τέλος του μήνα, να μην μπορούν να καλύψουν το νοίκι και το σούπερ-μάρκετ, να ξοδεύουν από αυτά που δεν έχουν για περίθαλψη σε ιδιωτικά κέντρα, γιατί δεν καλύπτονταν από τα δημόσια νοσοκομεία, αυτοί θα συνεχίσουν να βιώνουν ακριβώς τα ίδια και του χρόνου, αν υπερψηφιστεί αυτός ο Προϋπολογισμός», τόνισε η Εφη Αχτσιόγλου στην Ολομέλεια της Βουλής.
«Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών νιώθουν φτωχοί, όπως αποκάλυψαν και τα στοιχεία της Eurostat. Και νιώθουν φτωχοί όχι γιατί είναι μίζεροι και δεν χαίρονται -όπως τους είπε ο κ. Γεωργιάδης- αλλά γιατί στην Ελλάδα του 2024 ο μέσος εργαζόμενος είναι φτωχός. Γιατί οι πολιτικές της ΝΔ παράγουν φτωχούς εργαζόμενους», πρόσθεσε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Νέας Αριστεράς.
Αναφερόμενη στους μισθούς υπογράμμισε ότι «οι μισθοί γενικά έχουν συμπιεστεί προς το κάτω άκρο της κλίμακας. Η Ελλάδα έχει τον τρίτο χειρότερο μέσο πραγματικό μισθό ανάμεσα σε 35 χώρες του ΟΟΣΑ και το χειρότερο πραγματικό ωρομίσθιο στην Ευρώπη των 27. Οι μισθοί έχουν αυξηθεί με πολύ αργό ρυθμό και έχουν απωλέσει αγοραστική δύναμη λόγω του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια γιατί δεν υπάρχουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Αυτή είναι η πολιτική της ΝΔ, που πριν λίγες μέρες με τον νόμο του υπουργείου Εργασίας επιβεβαίωσε ότι θα συνεχίσει αταλάντευτα».
Επίσης, συνέχισε, «ο κατώτατος μισθός δεν καλύπτει σήμερα τις βασικές ανάγκες ενός εργαζόμενου. Σύμφωνα με τη Eurostat η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στον κίνδυνο φτώχειας στην εργασία. Και σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Την ίδια ώρα τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών έχουν υπερπενταπλασιαστεί την τελευταία πενταετία, με αύξηση 550%». Απευθυνόμενη στα κυβερνητικά έδρανα σημείωσε ότι «για τους ελευθέρους επαγγελματίες διατυμπανίζετε την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Ομως, στην πραγματικότητα η επιβάρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών από τον
τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης που θεσπίσατε είναι πολλαπλάσια. Με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης εκτιμάται ότι πληρώνουν επιπλέον φόρο της τάξης των 600- 700 εκατ. ευρώ, ενώ η κατάργηση του τέλους είναι μόλις 125 εκατ. το 2025».
Ταυτόχρονα, ανέφερε, «υπάρχει πετσόκομμα του μισθού από τη φορολογία. Συνολικά το 2021–2025 οι πολίτες θα έχουν πληρώσει περίπου 20 δισ. περισσότερα σε φόρους απ’ ό,τι πλήρωναν προηγουμένως. Περισσότερα απ’ τα μισά από αυτά είναι από τον ΦΠΑ λόγω της ακρίβειας. Ειδικά το 2025 τα έσοδα από φόρους συνολικά θα αυξηθούν κατά 2,5 δισ., με τα μισά να είναι και πάλι από το ΦΠΑ. Ενώ σχεδόν όλα τα υπόλοιπα είναι από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων». Στην υγεία, τόνισε, «είμαστε μακράν οι πρώτοι στην Ευρώπη σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας και συγχρόνως μακράν οι πρώτοι σε ακάλυπτες ανάγκες στην υγεία. Και για το 2025 ο τακτικός Προϋπολογισμός δίνει επιπλέον 550 εκατ. για να καλύψει τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, αυτό δεν είναι ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας». Στην παιδεία, συνέχισε, «η Ελλάδα είναι τελευταία στον ΟΟΣΑ στις δαπάνες για την παιδεία και αυτές οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονται στον Προϋπολογισμό του 2025». Στο πρόβλημα της στέγης, πρόσθεσε, «είμαστε μακράν οι πρώτοι στις δαπάνες για τη στέγη. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί πάνω από 40% επί της διακυβέρνησής σας και εδώ και πέντε χρόνια δεν υπάρχει
κανένα πραγματικά σοβαρό μέτρο για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης κρίσης στην Ευρώπη».
Υπογράμμισε, παράλληλα, ότι «η κυβέρνηση επικαλείται για όλα όσα έχουν ανάγκη οι πολίτες το πεπερασμένο του δημοσιονομικού χώρου, αλλά δεν λέει το ίδιο όταν αυξάνει τις εξοπλιστικές δαπάνες κατά 750 εκατ. απ’ τη μια χρονιά στην άλλη. Εκεί δεν υπάρχει πρόβλημα δημοσιονομικού χώρου». Δήλωσε, ακόμα, ότι «για να υπάρξει ριζική αλλαγή στην καθημερινότητα των πολιτών χρειάζεται μία άλλη στρατηγική. Στην εργασία, με ΣΣΕ παντού και γενναία αύξηση κατώτατου μισθού στα 1000 ευρώ τώρα. Στη φορολογία, με φορολόγηση του πλούτου και των κερδών, με καταπολέμηση των τεχνικών φοροδιαφυγής των υψηλών εισοδημάτων. Στο κοινωνικό κράτος, με ουσιώδη μεταφορά πόρων -και όχι με ιδιωτικοποιήσεις και επικοινωνιακή συγκάλυψη- και αυτό προϋποθέτει μείωση των εξοπλιστικών δαπανών».
Κλείνοντας, σημείωσε, ότι «από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στρατηγικά, τα δυο μεγαλύτερα κόμματα επιλέγουν άλλη πορεία. Το ΠΑΣΟΚ κινείται σε μία συναινετική λογική στα μεγάλα ζητήματα. Και το μιντιακό σύστημα προσπαθεί να αναστήσει το δικομματικό σκηνικό της συναίνεσης. Δεν είναι σύγκρουση με τον πυρήνα της πολιτικής η έκτακτη φορολόγηση 5% στις τράπεζες. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη γραμμή να υπάρξει απλώς ένα μέτωπο, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, χωρίς στρατηγική. Για παράδειγμα: Τι θα κάνετε με τις εξοπλιστικές δαπάνες; Ηδη η σιωπή σας υποδηλώνει αμφιταλάντευση, η οποία είναι ενδεικτική της στρατηγικής σας αμηχανίας. Δεν μπορείτε να είστε και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα. Και με τις εξοπλιστικές δαπάνες και με την πολεμική οικονομία και με την ειρήνη. Και με τον Μητσοτάκη και με την Αριστερά. Πρέπει να διαλέξετε μία πλευρά».