Σημεία από την τοποθέτηση του Ειδικού Αγορητή Δημήτρη Τζανακόπουλου στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του σ/ν Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος, φορολογικά κίνητρα για την καινοτομία και τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις»
-Σε σχέση με την επιλογή φορέων θέλω να κάνω μια επισήμανση, από τους 22 φορείς κλήθηκε μόλις μία Ομοσπονδία εργαζομένων. Ολες οι υπόλοιπες είναι είτε για θεσμικοί κρατικοί φορείς, είτε ενώσεις επιχειρηματιών.
-Το νομοσχέδιο κινείται στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, όπως ακριβώς αυτή αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό. Η πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση είναι μια πολιτική διατήρησης της λιτότητας, συμπίεσης των μισθών, ενίσχυσης της κερδοφορίας, επίτασης της φορολογικής μεροληψίας υπέρ των μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, εκτόξευσης του κόστους ζωής και χειροτέρευσης τελικά της θέσης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
-Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι θέλει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση; Στην αντίληψή της, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα ανεπαρκούς ανάπτυξης, έλλειψης ανταγωνιστικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας, ελλιπούς κεφαλαιακού ανταγωνισμού και χαμηλών επενδύσεων. Επομένως, είναι σε αυτά τα σημεία στα οποία πρέπει να επικεντρωθεί η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
-Αυτή την οπτική την μοιράζονται σχεδόν όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου, κάτι που εξηγεί το γεγονός ότι συγκλίνουν επί της ουσίας στις πολιτικές τις οποίες ασκεί σήμερα η κυβέρνηση. Ολα τα κόμματα μοιράζονται και συμφωνούν ότι το πρώτιστο για την ελληνική οικονομία είναι η δημοσιονομική σταθερότητα. Τι ονομάζεται σήμερα δημοσιονομική σταθερότητα; Η πολιτική συμπίεσης του έμμεσου μισθού, δηλαδή των δαπανών που κάνει το κράτος για τη στήριξη των κοινωνικών υπηρεσιών του, δηλαδή εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια. Δημοσιονομική σταθερότητα είναι ακριβώς το άλλο όνομα της συμπίεσης αυτού του έμμεσου μισθού, δηλαδή της απαξίωσης και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Ομως η πολιτική του Συμφώνου Σταθερότητας που προσδιορίζει το στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,5% για την Ελλάδα, δεν προκύπτει από κάποια αντικειμενική οικονομική ανάγκη. Σκεφτείτε τη διαφορετική κατεύθυνση που πήρε, για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της κρίσης του Covid σε σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Στη μεν μία περίπτωση του 2008, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν λειτούργησε ως δανειστής τελευταίας καταφυγής και αντίθετα επιλέχθηκε για τις χώρες του Νότου η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους. Στην περίπτωση, αντίθετα, του Covid επιλέχθηκε άλλη γραμμή. 1,85 τρισεκατομμύρια ευρώ έδωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την αποφυγή της κατάρρευσης. Λειτούργησε δηλαδή ως δανειστής τελευταίας καταφυγής, Οταν τα ελλείμματα που είχαν δημιουργηθεί επί covid. Από αυτό προκύπτει ότι τα μέτρα λιτότητας, η εσωτερική υποτίμηση, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας οικονομικής αναγκαιότητας που σχετίζεται με το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος ή με το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος μιας οικονομίας. Είναι πολιτική απόφαση.
-Δεύτερο παράδειγμα: το σύνολο σχεδόν των κομμάτων δέχονται ότι η ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Αυτό το συνάγουν από το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη το ισοζύγιο κεφαλαιακών κινήσεων, δηλαδή κοινώς τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Με αυτό το σκεπτικό η Ελλάδα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας όσο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, για παράδειγμα, έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Βρετανία, που επίσης έχουν ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η Βραζιλία σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία είναι ανταγωνιστική επειδή έχει θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ολα αυτά τα αυτονόητα προσδιορίζουν τελικά τη σύγκλιση Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
-Το νομοσχέδιο επί της ουσίας δεν αλλάζει την ισορροπία μεταξύ έμμεσων και άμεσων φόρων. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει τη χειρότερη αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων μεταξύ όλων των χωρών σχεδόν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βρισκόμαστε περίπου στο 60-40. Και είναι δεδομένο ότι οι έμμεσοι φόροι αποτελούν την πιο άδικη μορφή φορολόγησης, διότι επιβάλλουν τον ίδιο συντελεστή σε όλους, ανεξαρτήτως του εισοδήματός τους. Στο συγκεκριμένο λοιπόν ζήτημα, που είναι διαρθρωτικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει καθόλου.
-Κάνει κάποιες σημειακές αλλαγές στη φορολογία: κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Η κυβέρνηση αφού έχει επιβάλει την τεκμαρτή φορολόγηση, αφού έχει νομιμοποιήσει τη μεγάλη φοροδιαφυγή, επιβαρύνει αυτόν με το χαμηλό εισόδημα που με βάση τα τεκμήρια θα κληθεί να πληρώσει ακόμα μεγαλύτερο φόρο σε σχέση με τη φορολογική του ικανότητα. Αρα αυτό το μέτρο επιβαρύνει μπλοκάκια, μικρούς, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και νομιμοποιεί τη μεγάλη και πολύ μεγάλη φοροδιαφυγή. Ο, τι δίνετε με την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος σε αυτά τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα τους το παίρνετε εις διπλούν με την τεκμαρτή φορολόγηση.
-Ενα ακόμα ζήτημα είναι η απαλλαγή φόρου για όσους κατέχουν κατοικίες τις οποίες σήμερα διαθέτουν για βραχυχρόνια μίσθωση, εφόσον τις διαθέσουν για μακροχρόνια μίσθωση. Ο στόχος εδώ είναι δήθεν ο έλεγχος των αυξήσεων και ο περιορισμός της στεγαστικής κρίσης. Η στεγαστική κρίση είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας είναι η συμπίεση του πραγματικού μισθού. Ο δεύτερος είναι η μείωση της προσφοράς κατοικίας, επειδή ακριβώς οι κατοικίες αξιοποιούνται για την αύξηση της κερδοφορίας επιχειρήσεων τουρισμού. Αυτά τα κίνητρα που δίνετε δεν πρόκειται κατά κανέναν τρόπο να περιορίσουν τη στεγαστική κρίση. Η λύση εδώ είναι η απαγόρευση σε νομικά πρόσωπα να προχωρούν σε βραχυχρόνιες μισθώσεις, η κατάργηση της golden βίζα και φυσικά πολιτικές για την αύξηση του πραγματικού μισθού.
-Ακόμα και τα πιο θετικά μέτρα που παίρνετε εντάσσονται στη συνολική μεροληπτική υπέρ του κεφαλαίου, συνολική στρατηγική αναδιανομής από κάτω προς τα πάνω. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ που συσχετίζεται με την ενίσχυση της κερδοφορίας επιχειρήσεων του ασφαλιστικού κλάδου. Δεν μπορείτε να πάρετε ούτε ένα μέτρο, παρά μόνο αν το συσχετίσετε με κάποιο τρόπο με την ενίσχυση της κερδοφορίας κάποιας ιδιωτικής επιχείρησης. Είναι τόσο εμμονική η προσήλωσή σας σε αυτή τη λειτουργία της οικονομίας, που κανένα απολύτως μέτρο ενίσχυσης της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν παίρνετε ως αυτοτελές μέτρο, αλλά μόνο ως διασυνδεδεμένο με την καπιταλιστική κερδοφορία.
-Το ζήτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Πρόκειται για την απόδειξη της θεσμικής καχεξίας στην οποία έχετε καταδικάσει την ελληνική δημόσια διοίκηση. Πριν από μερικές βδομάδες έγινε θέμα στη Διάσκεψη των Προέδρων για το ζήτημα της αλλαγής του Συνηγόρου του Πολίτη -σχεδόν εκπαραθύρωση- ο οποίος αυτή τη στιγμή έχει διατελέσει Συνήγορος του Πολίτη περίπου επτά χρόνια τη στιγμή που σχεδόν το σύνολο των κομμάτων συμφωνούσαν ότι έχει μια όχι απλώς επιτυχή αλλά εξαιρετική θητεία. Στηριζόμενοι εμείς στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της Βενετίας, προτείναμε τη δυνατότητα για την εφάπαξ ανανέωση της θητείας του. Αν το κάνατε αυτό ως κυβέρνηση, θα είχατε εξασφαλίσει μια σχεδόν ομοφωνία στη Διάσκεψη των Προέδρων. Δεν το πράξατε. Τώρα, σε μια άλλη ανεξάρτητη αρχή προτείνετε δεκαπενταετή θητεία ο διοικητής; Μάλιστα ένας διοικητής ο οποίος αν έμπαινε το ζήτημα στη Διάσκεψη των Προέδρων, πιθανότατα δεν θα έπαιρνε ούτε μία θετική ψήφο από κανένα άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης. Για ποιο λόγο αυτές οι μεροληπτικές επιλογές;