Ημακροοικονομική πολιτική στηρίζεται ρητά ή άρρητα σε ένα κοινωνικό και παραγωγικό μοντέλο. Αν εξετάσει κανείς το κοινωνικό μοντέλο, μια επιλογή είναι η προτεραιοποίηση της ατομικής κατανάλωσης σε σχέση με τη συλλογική. Ετσι, όταν, για παράδειγμα, θεωρεί κανείς ότι το δημόσιο σύστημα υγείας δεν μπορεί ή δεν οφείλει να καλύπτει όλες τις ανάγκες, επιλέγονται πολιτικές που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα –μέσω της μείωσης των φόρων– με σκοπό οι πολίτες να μπορούν να πληρώνουν το ιδιωτικό σύστημα ή τα απογευματινά χειρουργεία. Στον αντίποδα, βρίσκονται αυτοί που πιστεύουν ότι το δημόσιο σύστημα υγείας είναι κοινωνικό αγαθό και χρειάζεται πόρους έτσι ώστε να προσφέρει επαρκείς υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Ως προς το παραγωγικό μοντέλο, μπορεί κανείς να πιστεύει ότι η οικονομία κινείται κυρίως από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ετσι οι επενδύσεις αυτών που «παράγουν πλούτο» πρέπει να διευκολυνθούν με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων και των μειώσεων των φόρων και εισφορών. Από την άλλη βρίσκονται αυτοί που πιστεύουν ότι το αναπτυξιακό κράτος πρέπει να επενδύει σε έρευνα, υποδομές, δημόσιες επιχειρήσεις κ.λπ., γιατί δεν παράγει πλούτο μόνο ο ιδιωτικός τομέας.
Τα τελευταία 40 χρόνια η μακροοικονομική πολιτική χαράσσεται δίνοντας προτεραιότητα στις ιδιωτικές δαπάνες και τις ιδιωτικές επενδύσεις, επιλογές που ακόμη και σήμερα στηρίζουν ακράδαντα η δεξιά και οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι κατά πόσον οι πράσινοι, οι σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί στηρίζουν τις εναλλακτικές επιλογές. Αυτό είναι το ερώτημα που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας την πρόταση που παρουσιάστηκε από τον κ. Κασσελάκη για το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και κυρίως αναφέρομαι στις μόνιμες φορολογικές και ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να αναλύσω τα προσωρινά μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Γιατί είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2024 δεν μετατοπίζεται κάπως στις παραπάνω, δεξιόστροφου χαρακτήρα επιλογές, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι αφήνει να εννοηθεί ότι το πρόγραμμα θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο από την έκρηξη ανάπτυξης. Το παραπάνω αποτελεί επιχείρημα βγαλμένο από τα νεοφιλελεύθερα εγχειρίδια των τελευταίων δεκαετιών και άρα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικό στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Επιπλέον, ένα πρόγραμμα αριστερής αναδιανεμητικής πολιτικής δεν μπορεί να ενσωματώνει ταυτόχρονα μειώσεις στα χαμηλά και μεσαία στρώματα –που είναι σημαντικές και απαραίτητες– με μειώσεις σε υψηλά εισοδήματα. Πόσο μάλλον, όταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ βλέπουμε μειώσεις της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης σε εισοδήματα ακόμη και πάνω από 200.000 ευρώ – γιατί μπορεί να έχουμε αύξηση των οριακών συντελεστών πάνω από 200.000 αλλά αυτή για πολλούς δεν αρκεί να αντισταθμίσει τα οφέλη από τους μειωμένους συντελεστές για τις πρώτες 100.000 ευρώ ατομικού εισοδήματος.
Οποιαδήποτε μακροοικονομική πολιτική επιλεγεί, για να είναι βιώσιμη, χρειάζεται πόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί είτε η αύξηση δαπανών (π.χ. για το κοινωνικό κράτος) είτε η μείωση εσόδων (π.χ. μέσω της μείωσης φόρων) είτε ένα μείγμα των δύο. Μια πρόταση πολιτικής δεν αρκεί να είναι αρεστή, πρέπει να είναι και πιστευτή, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές του 2023 όπου τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν προγράμματα πιο γενναιόδωρα από τη Ν.Δ. αλλά δεν αποκόμισαν εκλογικά οφέλη. Το ίδιο πρόβλημα έχει και η τωρινή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο κοινωνικό μοντέλο προτείνει μια ευρεία γκάμα από φοροαπαλλαγές, λίγο πολύ σε όλους. Εχει μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος, στον ΦΠΑ, στη φορολογία των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την ενίσχυση των κρατικών κοινωνικών δαπανών, κάτι που απαιτεί πόρους – τους οποίους η μείωση της φορολογίας για όλους θα περιορίσει. Είναι δύσκολο να δούμε πώς θα γίνει αυτό όταν 99,8% των φυσικών προσώπων θα έχουν μείωση των φόρων.
Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία και γενικά οι δεξιές κυβερνήσεις, αποστερώντας πόρους με τη μείωση της φορολογίας, στηρίζουν τον οικονομικό τους σχεδιασμό στη μείωση του κράτους και τη συγκράτηση ή τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών. Με τον τρόπο αυτό, γίνονται περισσότερο πιστευτές από τον ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται να αυξάνει δαπάνες και να μειώνει έσοδα στηριζόμενος στη λογική των trickle down economics. Πέρα από αυτό, υπάρχει και ένα δομικό πρόβλημα στο παραγωγικό μοντέλο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει. Η πρότασή του δεν οδηγεί σε αλλαγή παραγωγικού μοντέλου αλλά σε αναπαραγωγή του ίδιου. Γιατί μειώνοντας τη φορολογία σε όλους με την ελπίδα ότι θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, η κατανάλωση και οι επενδύσεις, τροφοδοτεί το ίδιο παραγωγικό μοντέλο. Ο κίνδυνος είναι ότι η ζήτηση θα καλυφθεί όχι από επενδύσεις αλλά με αύξηση των εξαγωγών και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Στον αντίποδα, το μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται σε αύξηση των μισθών (και όχι αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της μείωσης της φορολογίας), αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να προσπαθούν να γίνουν ανταγωνιστικές στηριζόμενες στη φτηνή εργασία και τις αναγκάζει να αναπτύξουν νέες αγορές, προϊόντα και τεχνολογία προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Υπάρχει δηλαδή άμεση σχέση της μακροοικονομικής πολιτικής με την ανάπτυξη – κάτι που οδηγεί σε αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που στην περίπτωση της χώρας μας είναι και το ζητούμενο.
Ολα τα παραπάνω συνθέτουν το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε συζήτηση του προοδευτικού αριστερού χώρου για τη μακροοικονομική πολιτική: πρέπει να κοιτάξουμε ακριβώς την αλληλουχία της μακροοικονομικής πολιτικής, της κοινωνικής πολιτικής και του παραγωγικού μοντέλου. Γιατί αυτά τα τρία ως σύνολο θα απαντήσουν στο ερώτημα τι είδους ανάπτυξη θέλουμε αλλά και πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της εποχής των πολυκρίσεων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η συζήτηση για τη φορολογία κάθε άλλο από εύκολη θα είναι.
*Ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι βουλευτής της Νέας Αριστεράς, πρώην υπουργός Οικονομικών.