Σε αντιστροφή του «πράσινου κύματος» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μετά τις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, προσβλέπουν Δεξιά και Ακροδεξιά.
Η εμπειρία από τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία πέντε χρόνια και η στάση των Ευρωβουλευτών της προμηνύει δυστυχώς αρνητικές εξελίξεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για την πράσινη μετάβαση. Τόσο όσον αφορά την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης, όσο και της εφαρμογής των σχετικών πολιτικών με όρους δικαιοσύνης και σύμφωνα με την αρχή που υιοθετεί η ΕΕ «να μη μείνει κανείς πίσω».
Τα αρνητικά δείγματα γραφής δυστυχώς είναι πολλά. Η απουσία διαβούλευσης και συμμετοχής των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των πολιτών αποτελεί μόνιμο στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής και στην πράσινη μετάβαση. Ο Εθνικός Κλιματικός νόμος αγνόησε πλήρως την πρωτοβουλία διαμόρφωσης πρότασης κλιματικού νόμου που ανέλαβαν από κοινού περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Η δε συμμετοχή των παραγωγικών και κοινωνικών φορέων στον κλιματικό νόμο της κυβέρνησης ΝΔ περιορίζεται στη δημιουργία ενός φόρουμ κλιματικού διαλόγου σε διαδικτυακό τόπο του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ).
Η εμπειρία από τις λιγνιτικές περιοχές όπου οι κάτοικοι έχουν αφεθεί στην τύχη τους είναι ακόμη χειρότερη.
Την ίδια στιγμή βλέπουμε την ακροδεξιά και τη Δεξιά να ανεβαίνουν και να αυξάνουν την εκπροσώπησή τους στο Ευρωκοινοβούλιο. Πρόσφατα δημοσιεύματα σημειώνουν ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), στο οποίο συμμετέχει η Νέα Δημοκρατία και είναι το μεγαλύτερο στο κοινοβούλιο της ΕΕ, ελπίζει να κερδίσει από μια αναμενόμενη στροφή προς τα δεξιά στις προσεχείς εκλογές.
Ο λόγος είναι ότι προσβλέπει σε μία αντιστροφή του «πράσινου κύματος» που είχε οδηγήσει το 2019 στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Η στάση αυτή «ταιριάζει» και με τη στροφή στη γραμμή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που, από τον προηγούμενο μήνα, Απρίλιο, στρώνει το έδαφος για να πατήσει «φρένο» στους στόχους που θα θέσει στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που θα καταθέσει στην Κομισιόν τον Ιούνιο. Για να δικαιολογήσει μάλιστα αυτή τη στροφή επικαλείται την ανάγκη διατήρησης υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τις οικονομικές αντοχές της κοινωνίας.
Η στροφή αυτή φάνηκε ξεκάθαρα και στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, όπου ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, εκπροσωπώντας τον Υπουργό, εξέφρασε το «όχι» της Ελλάδας στην κοινοτική κλιματική πρόταση να μειώσει η Ελλάδα μέχρι το 2040 κατά 90% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.
Ο πραγματικός βέβαια λόγος είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν πίστεψε ποτέ στην πράσινη μετάβαση αλλά την αξιοποίησε μόνο επικοινωνιακά ως σημαία ευκαιρίας. Η αιτιολόγηση της «στροφής» δε αυτής αποτελεί μία προσπάθεια της κυβέρνησης να δικαιολογήσει τα δικά της σοβαρά ελλείμματα για όσα δεν έχει κάνει εδώ και πέντε χρόνια στους τομείς της εξοικονόμησης, του εξηλεκτρισμού της θέρμανσης και των μεταφορών.
Η ενίσχυση της Δεξιάς και της εκπροσώπησης της Νέας Δημοκρατίας θα σημαίνει αρνητικές εξελίξεις και για τη βιοποικιλότητα. Θυμόμαστε τη σκληρή μάχη του ΕΛΚ και μέσω του επικεφαλής του Μάνφρεντ Βέμπερ ενάντια στον νόμο για την προστασία και την αποκατάσταση της φύσης που είχε κατατεθεί προς ψήφιση στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Η ευρεία υποστήριξη του νόμου από τους πολίτες και τους επιστημονικούς φορείς αλλά και η αρχική του έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν οδήγησε τελικά στην ψήφισή του εξαιτίας, της απότομης αλλαγής στάσης της Ουγγαρίας που ανέτρεψε την πλειοψηφία που είχε διαμορφωθεί.
Η Νέα Αριστερά έχει ξεκάθαρη θέση υπέρ της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας με την προϋπόθεση ότι η επιπρόσθετη κλιματική περιβαλλοντική νομοθεσία θα κινείται στην κατεύθυνση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ που σχετίζονται με την μείωση των ανισοτήτων και τη συμπεριληπτική μετάβαση και δεν θα είναι προκάλυμμα για προώθηση πολιτικών greenwashing.
Στηρίζει τον στόχο επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας στην ΕΕ μέχρι το 2040, όπως προτείνει και η πρόσφατη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για την Κλιματική Αλλαγή. Προϋπόθεση βέβαια αποτελεί οι δεσμεύσεις αυτές να συνοδεύονται από σχετικές χρηματοδοτήσεις, οι οποίες θα εξαιρούνται από το σύμφωνο σταθερότητας.
Δεσμεύεται επιπρόσθετα σε επίπεδο ΕΕ να θέσει νομικά δεσμευτικούς στόχους για την πλήρη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα έως το 2030, του φυσικού αερίου έως το 2035 και του πετρελαίου έως το 2040.
Η Νέα Αριστερά τονίζει τέλος, ότι η πράσινη μετάβαση με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να «ανατεθεί» στην αγορά. Αντιθέτως προϋποθέτει έναν ισχυρό ρόλο για το κράτος που έχει και την ευθύνη υλοποίησης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και την ευθύνη διασφάλισης της πρόσβασης των πολιτών στο δικαίωμα της κλιματικής ουδετερότητας, στο αγαθό της ενέργειας, καθώς και την ευθύνη προστασίας από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Γιατί η Νέα Αριστερά αναγνωρίζει ότι η μετάβαση χρειάζεται το πράσινο και το κόκκινο μαζί! Τις θέσεις αυτές θα στηρίξει και με την εκπροσώπησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.