Για Ενα Δημοκρατικό Σχολείο
Τα τελευταία δέκα χρόνια τόσο η καλλιτεχνική μου δημιουργία και έρευνα όσο και η πανεπιστημιακή μου δραστηριότητα επικεντρώνονται στον τρόπο που η τέχνη μπορεί να συμβάλλει στην ενδυνάμωση της δημοκρατικής συνείδησης των πολιτών. Για τη δουλειά αυτή σχεδιάζω, είτε μόνη είτε σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες από τον χώρο των τεχνών αλλά και της κοινωνιολογίας, της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και της νομικής επιστήμης, συμμετοχικά πλαίσια δημιουργίας «κοινών» στα οποία παίρνουν μέρος κάτοικοι διαφόρων πόλεων της Ευρώπης. Μαζί πειραματιζόμαστε με διαφορετικές πρακτικές της δημοκρατίας (όπως ο δημόσιος λόγος, η γλώσσα των διαδηλώσεων, η πρακτική της συνέλευσης κ.α.). Πρόσφατα, μαζί με μια εξαιρετική ομάδα συμμετεχουσών από τη Θεσσαλονίκη, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε τη δράση μας και στο σχολικό πλαίσιο και να επισκεφτούμε με αυτή Γυμνάσια και Λύκεια της Βόρειας Ελλάδας. Σε διάστημα δύο μηνών επισκεφτήκαμε οκτώ τμήματα μαθητών στην πόλη αλλά και στις γύρω περιοχές της Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της δράσης, οι μαθητές και μαθήτριες πειραματίστηκαν με την πρακτική του δημόσιου λόγου ως μια ενσώματη δημοκρατική πρακτική κι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα το σώμα τους μέσα από θεατρικές ασκήσεις σωματικής ενέργειας, να λειτουργήσουν ως δημόσιοι ομιλητές, να διατυπώσουν τις απόψεις τους για το πώς θέλουν να συνυπάρχουν στο σχολικό περιβάλλον, να εντοπίσουν σημεία διαφωνίας μεταξύ τους και να διαπραγματευτούν πάνω σε αυτά, να ακούσουν ο ένας τον άλλον και τέλος να φτιάξουν όλοι μαζί μια λίστα χαρακτηριστικών του δημοκρατικού διαλόγου.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μαθητές και μαθήτριες στη διαδικασία αυτή, οι σκέψεις που μοιράστηκαν μαζί μας τόσο οι ίδιοι όσο και οι καθηγήτριες τους, καθώς και τα όσα είδαμε εκεί, είναι ενδεικτικά των σοβαρών ελλείψεων του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας που δεν επενδύει στη διαμόρφωση της δημοκρατικής συνείδησης των αυριανών της πολιτών. Είναι, επίσης, ενδεικτικά της κοινωνικής κατάστασης της χώρας αυτή τη στιγμή, η οποία αντανακλάται και στη σχολική κοινότητα. Υπήρξανε παιδιά που σε ψηφοφορίες που έκανε η ομάδα «ψήφισαν» κάνοντας χρήση του ναζιστικού χαιρετισμού «για πλάκα», όπως είπαν, ή γιατί «αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και από άλλους και δεν είναι αναγκαστικά μόνο ναζιστικός, οπότε δεν πειράζει». Μόνο μετά από αρκετά συζήτηση ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη χρήση παρόμοιων συμβόλων ως πολιτική πράξη και να αναλογιστούν πάνω σε αυτή. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα παιδιά δήλωσαν, επίσης, ότι δεν έχουν σκεφτεί ποτέ την ενέργεια ή τη λειτουργία που έχει το σώμα τους στον δημόσιο χώρο, ότι νιώθουν σωματική ανασφάλεια σε κτίρια που φοβούνται ότι θα τους πέσουν στο κεφάλι ενώ κάνουν μάθημα. Ακούσαμε παιδιά να παραπονιούνται για τον άδικο και σκληρό τρόπο με τον οποίο τιμωρούνται ακόμα κι όταν δεν έκαναν αυτό για το οποίο κατηγορούνται αλλά τους απαγορεύεται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Στην ερώτηση ποιο θεωρούν ότι είναι το αποτέλεσμα τέτοιων αυστηρών τιμωριών, η απάντηση ήταν «να μιλάμε ακόμα περισσότερο στην τάξη». Πότε άλλωστε παρόμοια αναχρονιστικοί, αυταρχικοί τρόποι διαπαιδαγώγησης είχαν καλύτερα αποτελέσματα; Ακούσαμε, ακόμα, σιωπηλά παιδιά που δεν παίρνουν εύκολα τον χώρο να μιλήσουν -είτε λόγω χαρακτήρα είτε λόγω αποκλεισμών που βιώνουν στο σχολικό περιβάλλον (π.χ. λόγω καταγωγής)- να σπάνε τη σιωπή τους και να εκφράζουν το πόσο τους απασχολεί το γεγονός ότι θα ερχόταν την άλλη βδομάδα ο γονιός τους (που αναγκάζεται να ζει και να δουλεύει σε άλλη χώρα) να τα δει. Ακούσαμε καθηγήτριες να μοιράζονται την ντροπή τους για το γεγονός ότι η πίεση που δέχονται από το Υπουργείο σχετικά με την κάλυψη της τράπεζας θεμάτων, για παράδειγμα, δεν τους επιτρέπει να επιτελέσουν το παιδαγωγικό μέρος της δουλειάς τους ώστε να γνωρίζουν παρόμοια σημαντικές σκέψεις και αισθήματα των μαθητριών τους.
Το δημοκρατικό σχολείο που πρέπει να απαιτήσουμε ως κοινωνία, πέρα από την αυτονόητη άρτια υλικοτεχνική υποδομή και τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων από καθηγητές που θα έχουν σταθερή παρουσία σε αυτό ώστε να γνωρίζουν τα παιδιά και να μην δρουν ως περαστικοί, θα πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε ολοκληρωμένα μαθήματα θεάτρου, χορού, δημιουργικής κίνησης και έκφρασης, σε όλες τις τάξεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τα μαθήματα κοινωνιολογίας και πολιτικής αγωγής τα οποία θα πρέπει να διδάσκονται από ειδικούς επιστήμονες/παιδαγωγούς. Επίσης απαραίτητος είναι ο σχεδιασμός μιας ευρύτερης πολιτιστικής πολιτικής (που θα αφορά και ενήλικες) και θα περιλαμβάνει καλλιτεχνικά-εκπαιδευτικά προγράμματα διαμόρφωσης δημοκρατικής συνείδησης και δημόσιου λόγου, και τη χρηματοδότηση καλλιτεχνών προκειμένου να πραγματοποιούν τέτοια προγράμματα στα σχολεία (πάντα κατόπιν πρόσκλησης και σε συνεργασία με τους υπεύθυνους θεατροπαιδαγωγούς σε αυτά). Παρόμοια προγράμματα υπάρχουν εδώ και χρόνια σε χώρες του εξωτερικού. Πέρα από τα παραπάνω, όμως, συστατικό μέρος του εβδομαδιαίου προγράμματος των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να είναι η παραχώρηση χρόνου συνδιαμόρφωσης της σχολικής κοινότητας και παραγωγής «κοινού» χώρου από τους ίδιους τους μαθητές με την αρχική καθοδήγηση ειδικών πάνω στην πρακτική αυτή. Τα υπάρχοντα περιορισμένα πλαίσια των μαθητικών συμβουλίων, που γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, δεν επαρκούν. Τα ιδιαιτέρως οξυμένα φαινόμενα βίας στους νέους τα τελευταία χρόνια, τα ψυχικά κατάλοιπα της κοινωνικής αποξένωσης της πανδημίας, η γενικότερη συντηρητικοποίηση και ο αυταρχισμός της κοινωνίας μας, κάνουν το αίτημα για ένα τέτοιο δημοκρατικό σχολείο ακόμα πιο επείγον.