Ανακοίνωση των Δικτύων Παιδείας & Αθλητισμού για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων & Αθλητισμού

Για μια ακόμη φορά εν μέσω θέρους, και χωρίς να έχει προηγηθεί διάλογος με τους αρμόδιους φορείς, η κυβέρνηση σπεύδει να καταθέσει προς ψήφιση στη Βουλή πολυσέλιδο νομοσχέδιο-σκούπα σε θέματα εκπαίδευσης, εκκλησιαστικής παιδείας και αθλητισμού, για τα 119 άρθρα του οποίου διατέθηκαν μόλις 6 ημέρες διαβούλευσης.
Η κυβέρνηση διατείνεται πως πρόκειται για ένα στιβαρό νομοθέτημα με θετικό πρόσημο, που ανοίγει το δρόμο προς το μέλλον, στηριγμένο στα νέα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα. Αυτή την άποψη, άλλωστε, καλλιεργούν συστηματικά εδώ και καιρό τα περισσότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η εκπαιδευτική κοινότητα όμως, όπως και ευρύτερα η ελληνική κοινωνία, έχει πικρή εμπειρία από ανάλογες μεγαλόστομες εξαγγελίες και είναι σε θέση να διακρίνει τόσο τις προθέσεις της Νέας Δημοκρατίας όσο και τους κινδύνους που εγκυμονεί για το μέλλον. Ως ατμομηχανή των εξελίξεων προβάλλεται το «ψηφιακό σχολείο». Αρκεί να τρίψει ο ειδήμων υπουργός το μαγικό λυχνάρι και να ψιθυρίσει τη μαγική λέξη, και ως διά μαγείας θα ανοίξει ο δρόμος, που μέσω της Ψηφιακής Πύλης θα τροχιοδρομήσει, αυτόματα και ανέξοδα, το εκπαιδευτικό μας σύστημα προς την πρόοδο, την αριστεία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ψηφιακό φροντιστήριο για ενισχυτική διδασκαλία αλλά και για τις πανελλαδικές εξετάσεις, τηλεμαθήματα για τα δυσπρόσιτα σχολεία, ψηφιακός επαγγελματικός προσανατολισμός για τα δεκαπεντάχρονα (που θα τον παρέχουν, σημειωτέον, ‘εξειδικευμένες’ οικονομικές επιχειρήσεις), ψηφιακή πλατφόρμα στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και… αντίο προβλήματα! Τέλος στις χαμηλές κατατάξεις της χώρας μας διεθνώς, τέλος και στην εγκατάλειψη του σχολείου και στην υποεπίδοση των παιδιών, μια νέα εποχή καθολικής εκπαιδευτικής αριστείας, με αφετηρία τα Πρότυπα Εκκλησιαστικά Σχολεία, ανατέλλει.
Μακριά από μας κάθε τεχνοφοβική προσέγγιση. Οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν έρθει για να μείνουν και γνωρίζουμε καλά ότι θα είναι κομβικής σημασίας παράγοντας για κάθε εκπαιδευτικό σχεδιασμό στο μέλλον. Εδώ όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Αυτό που πραγματικά επιδιώκει η κυβέρνηση είναι να προβάλει το «ψηφιακό σχολείο» με φανταχτερά περιτυλίγματα για να προωθήσει φθηνές, μαζικές, ανέξοδες και, κυρίως, παιδαγωγικά ακατάλληλες και αναποτελεσματικές λύσεις σε σοβαρά εκπαιδευτικά προβλήματα.
Ετσι, με το ένα χέρι η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας μειώνει το εκπαιδευτικό προσωπικό, κλείνει ή συγχωνεύει σχολεία και εκχωρεί σημαντικές εκπαιδευτικές λειτουργίες σε ιδιώτες. Με το άλλο εγκαθιδρύει αμφίβολης ποιότητας ψηφιακά υποκατάστατα της εκπαιδευτικής λειτουργίας του σχολείου, που δεν έχουν καν δοκιμαστεί πειραματικά, όπως το ψηφιακό φροντιστήριο και η τηλε-συμβουλευτική. Επιπλέον, καμιά πρόνοια δεν λαμβάνεται για την εξασφάλιση του αναγκαίου τεχνολογικού εξοπλισμού και των υποδομών για όλα τα παιδιά και όλα τα σχολεία. Εδραιώνεται έτσι η πεποίθηση ότι πρόκειται για πρόχειρες, εμβαλωματικού χαρακτήρα, ανέξοδες ρυθμίσεις, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ ταυτόχρονα διογκώνονται οι εύλογοι φόβοι ότι τελική κατάληξη ενός τέτοιου σχεδίου θα είναι, όχι απλώς ο πλήρης και άμεσος έλεγχος της εκπαίδευσης, αλλά πολύ περισσότερο η συνολική υποκατάσταση του σχολείου και της εκπαιδευτικής λειτουργίας του από ένα πλήρως ελεγχόμενο, ψηφιακό σύστημα εκπαίδευσης.
Εξίσου αρνητικές είναι οι ρυθμίσεις που αφορούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το νομοσχέδιο συνεχίζει και εμβαθύνει την στροφή στην ιδιωτικοποίηση και τα αυταρχικά μοντέλα διοίκησης. Η Εθνικής Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τις πιστοποιήσεις των νέων παραρτημάτων-Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, δηλ. των ιδιωτικών Πανεπιστημίων που αναμένεται να ιδρυθούν. Ετσι θα δοθεί μια επίφαση πιστοποίησης και ποιότητας σε προγράμματα σπουδών που, από όσα έχουν ως τώρα διαφανεί, λίγη σχέση θα έχουν με ακαδημαϊκή μόρφωση και μοναδικός σκοπός της ίδρυσής τους θα είναι η απομύζηση των χρημάτων όσων θελήσουν να φοιτήσουν σε αυτά. Επιπλέον, το νομοσχέδιο εντείνει την αποδυνάμωση της αυτονομίας των Πανεπιστημίων, μια που η αποφασιστική αρμοδιότητα για αναμορφώσεις του ακαδημαϊκού τοπίου περνάει στην εκτελεστική εξουσία. Η κατάργηση Τμήματος γίνεται πολύ πιο εύκολη, απαξιώνοντας τα Τμήματα μια που δεν ζητείται η γνώμη τους, αλλά ακόμη και η γνώμη της Συγκλήτου είναι απλά συμβουλευτική. Είναι προφανές ότι στρώνεται συστηματικά ο δρόμος για επικείμενες καταργήσεις Τμημάτων με την αξιοποίηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ).

Στον τομέα του αθλητισμού, λίγες ημέρες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι, η κυβέρνηση καταθέτει μια συρραφή από σκόρπιες νομοθετικές ρυθμίσεις γραφειοκρατικού και τεχνικού χαρακτήρα, διευθετήσεις διοικητικών σχέσεων, κάποιες από τις οποίες αποτελούν τροποποίηση διατάξεων που μόλις πριν λίγο καιρό είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση της ΝΔ επί υπουργίας αθλητισμού του κ. Αυγενάκη. Ολες όμως έχουν το χαρακτήρα μικροπαρεμβάσεων στο υφιστάμενο εμπορευματοποιημένο αθλητικό σύστημα. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε μπροστά
μας μια ολιστική παρέμβαση, μια μεταρρύθμιση για το αθλητικό μοντέλο, μια πρόταση για την ανάπτυξη του αθλητισμού με διαφορετική ανθρωποκεντρική φιλοσοφία.
Για παράδειγμα, η ρύθμιση για τον πανεπιστημιακό αθλητισμό δεν αποτελεί κάποια ολιστική πρόταση για τον αθλητισμό και τη φυσική δραστηριότητα στα πανεπιστήμια, με αρχή, μέση και τέλος, με φιλοσοφία, με στόχους, με οργανωτική δομή και δεσμεύσεις οικονομικής και υλικής υποστήριξης. Δεν υπάρχει σχέδιο ανάπτυξης, που θα σέβεται, παράλληλα, την αυτονομία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Δεν υπάρχει καμιά μέριμνα για τη μεγάλη κοινωνία των φοιτητών/-τριών που κατά τη διάρκεια των σπουδών τους μέσα στις σχολές θα έπρεπε να απολαμβάνουν το δικαίωμα της σωματικής άσκησης, της φυσικής δραστηριότητας, της αναψυχής και της ευεξίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τεχνικού χαρακτήρα ρυθμίσεις για τη βελτίωση ενός
αυταρχικού και διοικητικού μοντέλου σχέσεων των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (ΠΑΕ και ΚΑΕ) με τους φιλάθλους και τις λέσχες τους, το οποίο έχουμε κατ’ επανάληψη επικρίνει και καταψηφίσει. Διότι, υπενθυμίζουμε, εμείς ως Νέα Αριστερά, έχουμε μια διαφορετική αντίληψη, κατεξοχήν ανθρωποκεντρική, που θέτει τον/την φίλαθλο όχι απέναντι στην αθλητική δραστηριότητα γενικά ως αντίπαλο και καταστροφέα, όχι ως πελάτη, όχι ως apriori χούλιγκαν, αλλά ως μέρος της λύσης σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα είναι η βία με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, προκρίνοντας άλλες συμμετοχικές διαδικασίες και δημοκρατικές μορφές στη διοίκηση των αθλητικών ομάδων, κατάλληλα προγράμματα επιμόρφωσης κ.λπ.