Τα αποτελέσματα της πολιτικής Μητσοτάκης και στον ευαίσθητο τομέα της παιδείας είναι παραπάνω από ευδιάκριτα. Η εκπαίδευση υποχωρεί σε αναχρονιστικά πρότυπα «αριστείας», αγνοώντας τις κοινωνικές ανάγκες. Η δημοκρατική διοίκηση στα σχολεία έχει δώσει τη θέση της στην τιμωρητική αξιολόγηση και τη γραφειοκρατία, απομακρύνοντας τους εκπαιδευτικούς από την ουσία του έργου τους. Αντί για στήριξη, η κυβέρνηση επιλέγει την επιβολή μέσω απειλών και πειθαρχικών διώξεων κατά εκπαιδευτικών που συμμετέχουν σε νόμιμες απεργίες, ποινικοποιώντας τη συνδικαλιστική δράση και εντείνοντας το κλίμα φόβου, καταστολής και αυταρχισμού στα σχολεία. Οι αναπληρωτές αποτελούν τους σύγχρονους νομάδες της αγοράς εργασίας, βιώνοντας την απόλυτη ευελιξία και ανασφάλεια από μήνα σε μήνα, από σχολείο σε σχολείο.
Τελευταίο επεισόδιο της κυβερνητικής αυθαιρεσίας σε βάρος των ανθρώπων της δημόσιας εκπαίδευσης είναι η τροπολογία του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη αναφορικά με τη μοριοδότηση για τον διορισμό των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Τροπολογία που σχεδόν εξισώνει την προϋπηρεσία που αποκτάται σε δημόσιο σχολείο με αυτήν σε ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Το Υπουργείο επικαλείται σχετική απόφαση του ΣτΕ, παραγνωρίζοντας ότι στην εν λόγω απόφαση αναφερόταν ότι «είναι θεμιτό να έχει προβάδισμα η προϋπηρεσία που αποκτήθηκε στον δημόσιο τομέα». Το προβάδισμα ωστόσο αυτό καθίσταται αμελητέο με τη νομοθέτηση του Υπουργείου Παιδείας.
Και αυτή η εξίσωση δημιουργεί συνθήκες defacto παράκαμψης του πίνακα του ΑΣΕΠ, από τον οποίο η δημόσια εκπαίδευση «τραβάει» σε τακτική ή έκτακτη βάση εκπαιδευτικούς κάθε χρόνο για να καλύψει κάποια από τα χιλιάδες κενά του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρόκειται για νομοθέτηση ανισότητας σε βάρος χιλιάδων αναπληρωτών του Δημοσίου, που ειδικά σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς του ιδιωτικού τομέα, έχουν να αντιμετωπίσουν α) σαφώς μεγαλύτερες δυσκολίες πρώτης πρόσληψης και αυξημένα κριτήρια εισόδου, καθώς και β) την αδικία των διαφορετικών φάσεων πρόσληψης μέσα στη σχολική χρονιά που συνεπάγεται διαφοροποίηση στη μοριοδότησή τους.
Παράλληλα ο ιδιωτικός τομέας που «ψάχνει με το κιάλι»εκπαιδευτικούς γίνεται περισσότερο ελκυστικός.Αντίθετα, θα πολλαπλασιαστούν οι κενές θέσεις στα πιο απομακρυσμένα σχολεία/ τμήματα, λόγω μειωμένου πια ενδιαφέροντος από εκπαιδευτικούς που θα προτιμήσουν την ευκολία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων σε κάποιο αστικό κέντρο, από τη στιγμή μάλιστα που η διαφορά στη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας τους είναι αμελητέα.
Αμελητέα όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση η κοινωνική, οικονομική, δημογραφική ανάγκη να μπει ένα τέλος στην πολιτική Μητσοτάκη στον χώρο της δημόσιας παιδείας. Γιατί όταν τα χωριά και οι μικρές πόλεις της περιφέρειας μείνουν χωρίς δασκάλους, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς προοπτική, επειδή δεν συμφέρει την Πολιτεία ή επειδή ο ιδιωτικός τομέας με νομοθέτηση της ίδιας της Πολιτείας έγινε πιο ελκυστικός, πολύ σύντομα θα μείνουν και χωρίς ανθρώπους.